θυμιατήριο

From LSJ
Revision as of 14:49, 29 May 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "trtx=Aghwan: 𐔱𐕒𐕁𐕛𐔰𐕙;" to "trtx====censer=== Aghwan: 𐔱𐕒𐕁𐕛𐔰𐕙;")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source

Greek Monolingual

και θυμιατήρι και θυμιατερό και θυμιατό, το
(ΑΜ θυμιατήριον και Α ιων. τ. θυμιητήριον) θυμιώ
σκεύος στο οποίο καίγεται θυμίαμα, θυμιατό, λιβανιστήρι
νεοελλ.
σκεύος που χρησιμοποιείται για θυμίαση του εικονοστασίου τών σπιτιών
αρχ.
1. δοχείο για κάπνισμα
2. ονομασία του αστερισμού Βωμός.

Translations

censer

Aghwan: 𐔱𐕒𐕁𐕛𐔰𐕙; Arabic: مَبْخَرَة‎; Egyptian Arabic: مبخرة‎; Armenian: բուրվառ; Bulgarian: кади́лница; Catalan: encenser, peveter, turíbul; Chinese Mandarin: 香爐, 香炉; Czech: kadidelnice; Finnish: suitsutusastia, kadilo; French: encensoir; Galician: incensario, botafumeiro, turíbulo; Georgian: საცეცხლური; German: Duftrauchbrenner, Weihrauchschwenker; Greek: θυμιατό, θυμιατήρι, θυμιατήριο, θυμιατερό, λιβανιστήρι; Ancient Greek: θυμιαστήριον, θυμιατήρ, θυμίατρον, θυμιατρίς, θυμιητήριον, θυμιατήριον, θυΐσκη, θυΐσκος, θύσκη, θυίσκη, θύσκος, θύκος; Gujarati: ધૂપિયું; Italian: turibolo, incensiere; Japanese: 香炉; Korean: 향로; Latin: turibulum; Maltese: ċensier; Maori: oko tahu kakara; Polish: kadzidło; Portuguese: turíbulo, incensário; Russian: кадило, курильница, кадильница; Slovene: kadílnica; Spanish: incensario, botafumeiro, turíbulo, pebetero, turífero; Tagalog: dupaan, insensaryo; Ukrainian: кади́ло, кади́льниця; Vietnamese: lư hương; Yup'ik: katilaq