ἑβδομήκοντα
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
οἱ, αἱ, τά, indecl., seventy, Hdt.1.32, X.An.4.7.8, etc. οἱ ἑβδομήκοντα or οἱ Ο′ = the Seventy, translators of the Bible into Greek, Ir. Haer. 3.21.2 etc.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór. y tes. ἑβδεμήκοντα CID 2.4.1.13; hεβδε- TEracl.1.23 (IV a.C.), IG 42.106.15 (todas IV a.C.), SEG 40.1596.6 (Cirene IV a.C.); beoc. ἑβδομεί- Nouveau Choix 24A.4 (Acrefia III a.C.); tes. ἑτδεμεί- SEG 26.672.34 (Larisa II a.C.)
numeral cardinal indecl. setenta ἔτεα Hdt.1.32, cf. Pl.Ap.17d, ἑβδομήκοντα [σὺ] ν στεφάνοισιν B.2.9, νῆες Th.1.61, cf. X.HG 1.5.1, ἄνθρωποι ὡς ἑβδομήκοντα X.An.4.7.8, de medidas, monedas, etc. CID 2.67.18 (IV a.C.), l.c., μὴ ἔλαττον τὸ εὖρος ἑβδομήκοντα πήχεων Ph.Mech.85.6, ἀργυρίου δραχμαὶ ἑκατὸν ἑβδομήκοντα δύο PTurner 25.15 (II d.C.)
•οἱ ἑβδομήκοντα = los Setenta, traductores de la Biblia hebrea al griego, Gr.Naz.M.36.193A.
German (Pape)
[Seite 699] οἱ, αἱ, τά, indecl., siebzig; überall.
French (Bailly abrégé)
(οἱ, αἱ, τά)
indécl.
soixante-dix.
Étymologie: ἕβδομος.
Russian (Dvoretsky)
ἑβδομήκοντα: οἱ, αἱ, τά indecl. семьдесят Her. etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἑβδομήκοντα: οἱ, αἱ, τά, ἄκλ., Ἡρόδ. 1. 32, κτλ.· Βοιωτ. ἑβδομείκοντα Συλλ. Ἐπιγρ. 1571. 19 - Τοῦτο εἶναι τὸ μόνον πολλαπλάσιον τοῦ 10 μέχρι τοῦ 100 ὅπερ ἀποκλείεται, ἀναμφιβόλως ἕνεκα τοῦ μέτρου, ἀπὸ τοῦ Ὁμηρ. καταλόγου.
English (Strong)
from ἕβδομος and a modified form of δέκα; seventy: seventy, three score and ten.
Greek Monolingual
οι, τα (AM ἑβδομήκοντα, οι, αι, τα) (ακλ. αριθμητ. απόλυτο)
1. εβδομήντα
2. το αρσ. ως ουσ. οι εβδομήκοντα
α) οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης στην Ελληνική
β) οι εβδομήντα μαθητές ή απόστολοι του Χριστού.
Greek Monotonic
ἑβδομήκοντα: οἱ, αἱ, τά (ἕβδομος), άκλιτ., εβδομήντα, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: num.
Meaning: seventy (Hdt.).
Other forms: Dor. (Delphi, Tab. Heracl. IVa) ἑβδεμ-
Compounds: As 1. member e. g. in ἑβδομηκοντ-άρουρος (pap.) etc.
Derivatives: ἑβδομηκοστός the seventieth (Hp.), ἑβδομηκοντάκις seventy times (LXX).
Origin: IE [Indo-European] [909] *septm-dḱmt- seventy
Etymology: From *ἑβδμήκοντα from IE *sebdm-dkmt- where the vocalic -m- followed by the (glottalic element of the) preglottalized -d- gave -μη-, just like -m̥h₁-. See Kortlandt, MSS 42 (1983)97-104. See further on ἑβδομος. Cf. ἐνενήκοντα; it gave ε- in ἑκατόν, s.v.
Middle Liddell
ἕβδομος
indecl. seventy, Hdt., etc.
Frisk Etymology German
ἑβδομήκοντα: (seit Hdt.),
{hebdomḗkonta}
Forms: dor. (Delphi, Tab. Heracl. IVa) ἑβδεμ-
Meaning: siebzig.
Composita: Als Vorderglied z. B. in ἑβδομηκοντάρουρος (Pap.) und anderen hell. u. späten Komposita.
Derivative: Ableitungen: ἑβδομηκοστός der siebzigste (Hp. u. a.), ἑβδομηκοντάκις siebzigmal (LXX u. a.).
Etymology: Geht über *ἑβδμήκοντα auf idg. *sebdm- zurück, das durch regressive Assimilation aus der Grundzahl *septm-, antevokalischer Form für *septm̥ in ἑπτά (s. d.), entstand. Dieselbe Entwicklung (teilweise durch Analogie?) in ἑβδομαγέτης Führer der Sieben (A. Th. 800), ἑβδομάς f. ‘Siebenzahl, Anzahl von sieben (Tagen, Jahren u. a.)’ (Sol., Hp., Arist. u. a.) mit ἑβδομαδικός zur Woche gehörig und ἑβδομάζω den Sabbat hakten, ἑβδομάκις sieben mal (Kall.). — Sommer Zum Zahlwort 10ff.
Page 1,434
Chinese
原文音譯:˜bdom»konta 赫不多姆寬他
詞類次數:形容詞(5)
原文字根:七十
字義溯源:七十;源自(ἕβδομος)=第七);而 (ἕβδομος)出自(ἑπτά)*=七)。( 路10:1)記載主設立七十個人,差遣他們出去工作。這數目可能是反映民數記中神吩咐摩西招聚以色列長老七十人的事( 民11:16)。但猶太人教法師認為當時在地上有七十個國家,這七十個人表示每一個國家都有人去,就是到全地面去
出現次數:總共(5);路(2);徒(3)
譯字彙編:
1) 七十(3) 徒7:14; 徒23:23; 徒27:37;
2) 七十人(2) 路10:1; 路10:17