ἅμα

From LSJ
Revision as of 19:20, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3b)

δυοῖν κακοῖν προκειμένοιν τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον → the lesser of two evils, the less bad thing of a pair of bad things, better the devil you know, better the devil you know than the devil you don't, better the devil you know than the devil you don't know, better the devil you know than the one you don't, better the devil you know than the one you don't know, the devil that you know is better than the devil that you don't know, the devil we know is better than the devil we don't, the devil we know is better than the devil we don't know, the devil you know is better than the devil you don't

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅμᾰ Medium diacritics: ἅμα Low diacritics: άμα Capitals: ΑΜΑ
Transliteration A: háma Transliteration B: hama Transliteration C: ama Beta Code: a(/ma

English (LSJ)

[ᾰμ], Dor. ἁμᾶ, q.v.: (v. sub fin.):    A Adv. at once, at the same time, mostly of Time, freq. added to τε . . καί, ἅμ' οἰμωγή τε καὶ εὐχωλή Il.8.64; ἅ. τ' ὠκύμορος καὶ ὀϊζυρός 1.417; σέ θ' ἅ. κλαίω καὶ ἐμέ 24.773; σαυτόν θ' ἅ. κἀμέ S.Ph.772, cf. 119; ἄνους τε καὶ γέρων ἅ. Ant.281:—with καί only, ἅ. πρόσσω καὶ ὀπίσσω Il.3.109; with τε . . τε, χειρῶν τε βίης θ' ἅ. ἔργον ἔφαινον Hes.Th.677.    2 ἅ. μέν . . ἅ. δέ . ., partly . . partly . ., Pl.Phd.115d, X HG3.1.3:—ἅ. τε . . καὶ ἅ. Pl. Grg.497a; ἅμ' ἡδέως ἔμοιγε κἀλγεινῶς ἅμα S.Ant.436.    3 in Prose ἅ. δέ . . καί... ἅ. τε . . καί... ἅ. . . καί . . may often be translated by no sooner . . than . ., ἅ. δὲ ταῦτα ἔλεγε καὶ ἀπεδείκνυε Hdt.1.112; ταῦγά τε ἅμα ἠγόρευε καὶ πέμπει 8.5; ἅ. ἀκηκόαμέν τε καὶ τριηράρχους καθίσταμεν D.4.36; ἅ. διαλλάττονται καὶ τῆς ἔχθρας ἐπιλανθάνονται Isoc.4.157.    b ἅ. μῦθος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον 'no sooner said than done', Il.19.242; ἅ. ἔπος τε καὶ ἔργον ἐμήδετο h.Merc.46; ταῦτα εἶπε καὶ ἅ. ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε Hdt.3.134, cf. 9.92: prov., ἅμ' ἔπος ἅμ' ἔργον Diogenian.1.36.    c with part. and finite Verb in same sense, βρίζων ἅ. . . ἐξήμελξας εὐτραφὲς γάλα A.Ch.897; ἅ. εἰπὼν ἀνέστη as soon as he had done speaking, he stood up, X.An.3.1.47; τῆς ἀγγελίας ἅ. ῥηθείσης ἐπεβοήθουν as soon as news was brought they assisted, Th.2.5; ἅ. γιγνόμενοι λαμβάνομεν Pl.Phd.76c; ἡμῖν ἅ. ἀναπαυομένοις ὁ παῖς ἀναγνώσεται Tht.143b.    4 ἅ. μέν . . ἔτι δέ . . X.Cyr.1.4.3; ἅ. μέν . . πρὸς δέ . . Hdt.8.51.    II together, at once, both, without direct ref. to time, ἅ. πάντες or πάντες ἅ. Il.1.495, al.; ἅ. ἄμφω h.Cer.15; ἅ. κρατερὸς καὶ ἀμύμων Od.3.111, etc.: of Place, Arist.Metaph.1028b27.    III with σύν or μετά, E.Ion717, Pl.Criti.110a.    IV abs. with Verb, at one and the same time, αἱ πᾶσαι [νῆες] ἅ. ἐγίγνοντο ἐν ἑνὶ θέρει σ καὶ ν Th.3.17, cf. οὐχ ἅ. ἡ κτῆσις παραγίγνεται D.23.113.    B Prep. with dat. (freq. with part. added), at the same time with, together with, ἅμ' ἠοῖ φαινομένηφι at dawn, Il.9.682, al.; ἅ. ἕῳ, ἅ. ἕῳ γιγνομένῃ, Th.1.48, 4.32; ἅμ' ἠελίῳ ἀνιόντι or καταδύντι at sunrise or sunset, Il.18.136,210, al.; ἅμ' ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ Hdt.3.86, al.; ἅμ' ἡμέρᾳ E.El.78, Th.2.94, etc., Att.; ἅμ' ἦρι ἀρχομένῳ or ἅ. ἦρι at beginning of spring, Th.5.20, 2.2, etc.; ἅ. κήδεϊ κεκάρθαι τὰς κεφαλάς during the time of . ., Hdt.2.36; ἅ. τειχισμῷ Th.7.20; ἅμα τῷ διαυγάζειν Plb.3.104.5 (without Art. ἅμα εὑρεθῆναι Ps.-Plu.Fluv.23.2).    2 generally, together with, ἅ. τινὶ στείχειν Il.16.257; ὀπάσσαι 24.461, al.; Ἑλένην καὶ κτήμαθ' ἅμ' αὐτῇ 3.458; ἅ. πνοιῇς ἀνέμοιο keeping pace with the wind, Od.1.98; repeated, ἅμ' αὐτῷ . . ἅμ' ἕποντο 11.371; οἱ ἅ. Θόαντι Hdt.6.138, cf. Th.7.57.    II rarely c. gen., Herod.4.95, POxy.903 (iv A. D.), Pythag.Sim.28, Olymp.Hist. p.453 D.; dub. in Thphr.Char.6.9.    C Conj., as soon as, ἅ. ἂν ἡβήσῃ τις τῶν ὀρφανῶν Pl.Lg.928c, cf. Lex ap.D.46.20; ἅ. κα διεξέλθῃ ὁ χρόνος GDI2160 (Delph., ii B. C.). (Root sṃ-, cf. A α 11.)

German (Pape)

[Seite 113] (verw. ὁμοῦ, σύν, ξύν, cum, θαμά, ἅπτομαι, das α copul.), sammt; als advb. u. als praepos. mit dat., Ctes. auch c. gen.; vom Orte, von der Zeit, u. übertragen; Hom. oft, z. B. Iliad. 1. 495 πρὸς Ὄλυμπον ἴσαν θεοὶ πάντες ἅμα, Ζεὺς δ' ἦρχε; 6, 59 ἅμα πάντες Ἰλίου ἐξαπολοίατο, alle mit einander; Od. 8, 121 οἱ δ' ἅμα πάντες καρπαλίμως ἐπέτοντο κονίοντες πεδίοιο; 10, 231. 257 οἱ δ' ἅμα πάντες ἀιδρείῃσιν ἕποντο; 259 οἱ δ' ἅμ' ἀιστώθησαν ἀολλέες; Iliad. 4, 320 οὔ πως ἅμα πάντα θεοὶ δόσαν ἀνθρώποισιν, alles zusammen; 13, 729 οὔ πως ἅμα πάντα δυνήσεαι αὐτὸς ἑλέσθαι; 24, 304 χέρνιβον ἀμφίπολος πρόχοόν θ' ἅμα χερσὶν ἔχουσα; Od. 19, 471 τὴν δ' ἅμα χάρμα καὶ ἄλγος ἕλε φρένα, zugleich; Iliad. 7, 255 ἐκσπασσαμένω δολίχ' ἔγχεα χερσὶν ἅμ' ἄμφω σύν ῥ' ἔπεσον; 19, 242 αὐτίκ' ἔπειθ' ἅμα μῦθος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον, kaum war das Wort gesprochen, als schon; 3, 109 ἅμα πρόσσω καὶ ὀπίσσω λεύσσει, sowohl – als auch; 2, 281 ὡς ἅμα θ' οἱ πρῶτοί τε καὶ ὕστατοι υἷες Ἀχαιῶν μῦθον ἀκούσειαν; Od. 14. 403 ἅμα τ' αὐτίκα καὶ μετέπειτα; 9, 48 ἅμα πλέονες καὶ ἀρείους; 3, 111 ἅμα κρατερὸς καὶ ἀμύμων; Iliad. 1. 417 ἅμα τ' ὠκύμορος καὶ ὀιζυρὸς περὶ πάντων ἔπλεο; 8, 64 ἔνθα δ' ἅμ' οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν; 24, 773 σέ θ' ἅμα κλαίω καὶ ἔμ' ἄμμορον; – Iliad. 2, 249 ὅσσοι ἅμ' Ἀτρείδῃς ὑπὸ Ἴλιον ἶλθον; 6, 399 ἅμα δ' ἀμφίπολος κίεν αὐτῇ; 1, 158 ἀλλὰ σοὶ ἅμ' ἑσπόμεθα. vgl. ohne cas. 3. 147 ἅμα δ' εἵπετ' ἄκοιτις, 4, 274 ἅμα δὲ νέφος εἵπετο πεζῶν; 24. 461 σοὶ γάρ με πατὴρ ἅμα πομπὸν ὄπασσεν; 16, 671. 681 πέμπε δέ μιν πομποῖσιν ἅμα κραιπνοῖσι φέρεσθαι; Od. 4, 123 τῇ δ' ἄρ' ἅμ' Ἀδρήστη κλισίην εὔτυκτον ἔθηκεν; doppelt Od. 11, 371 οἵ τοι ἅμ' αὐτῷ Ἴλιον εἰς ἅμ' ἕποντο; Iliad. 3, 458 Ἑλένην καὶ κτήμαθ' ἅμ' αὐτῇ ἔκδοτε; 16, 257 ἅμα Πατρόκλῳ θωρηχθέντες; Od. 6, 31 Iliad. 9, 618 ἅμ' (ἅμα δ') ἠοῖ φαινομένηφιν; Iliad. 18. 136 ἅμ' ἠελίῳ ἀνιόντι; 210 ἅμα δ' ἠελίῳ καταδύντι; 16, 149 τὼ ἅμα πνοιῇσι πετέσθην, schnell wie der Wind; Od. 1, 98. 5, 46 τά μιν φέρον ἠμὲν ἐφ' ὑγρὴν ήδ' ἐπ' ἀπείρονα γαῖαν ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο. – Auch bei den Folgend.; mit καί, σοφὸς κἀγαθὸς κεκλῇ' ἅμα Soph. Phil. 119; ᾔσθου φωνῆς ἅμα καὶ βροντῆς Ar. Nub. 292; auch in Prosa, αἱρετὸς ἅμα καὶ ἀγαθός Plat. Phil. 22 d; mit τε – καί, ἄνους τε καὶ γέρων ἅμα Soph. Ant. 281; ἅμα αὐτοί τε δικασταὶ καὶ ῥήτορες ἐσόμεθα Plat. Rep. I, 348 b; auch λυπεῖταί τε ἅμα καὶ χαίρει Phil. 36 b; vgl. Isocr. 4, 119; mit bloßem τέ, σὸς πατηρ ἐμός θ' ἅμα Soph. Ai. 987; doppelt τέ, ὁθούνεκ' ἔσοιθ' ἅμα πατρός τ' ἐκείνης τ' ὠρφανισμένος Trach. 937; – ἅμ' ἔπος, ἅμ' ἔργον, gesagt, gethan, Zenob. 1, 77; – καὶ ἅμα, und zugleich, überdies, Plat. Phaed. 116 e. – Mit dem partic., ὀρύσσοντες ἅμα τάφρον ἐπλίνθευον, während sie gruben, unter dem Graben, Her. 1, 179; φεύγοντες ἅμα ἐτίτρωσκον Xen. An. 3, 3, 7; καὶ τρίβων ἅμα – ἔφη Plat. Phaed. 60 b; καὶ ἅμα ταῦτα εἰπὼν ἀνιστάμην, als ich das gesagt hatte, stand ich sogleich auf, Prot. 335 c; mit gen. abs., τῆς ἀγγελίας ἅμα ῥηθείσης, προσεβοήθουν, sobald als die Nachricht gemeldet war, Thuc. 2, 5; ἅμα ἀποθνήσκοντος τοῦ ἀνθρώπου διασκεδάννυται ἡ ψυχή Plat. Phaed. 77 b. Doch finden sich auch zwei Verba, z. B. ἅμα ἔλεγε καὶ ἀπεδείκνυε Her. 1. 112; vgl. Isocr. 4, 157. – Als praepos. ἅμα ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ Her. 3, 86; ἅμα τῷ σίτῳ ἀκμάζοντι, zur Zeit, wo das Getreide reist, Thuc. 4. 1; ἅμα στρατῷ, mit dem Heere, Her. 6, 118; ἐσθῆτα ἅμα γνώμῃ φορῶ Ar Thesm. 148; εἴσιθ' ἅμ' ἐμοί Ran. 513; ἅμα τῷ τοῦ σώματος ἄνθει λήγοντι, sobald die Blüthe des Körpers aufhört, Plat. Conv. 183 e; σοὶ γὰρ ἑψόμεσθ' ἅμα Soph. El. 253; στείχειν ἅμ' αὐτοῖς Phil. 971. – Disjunctiv ἅμα μέν – ἅμα δέ, sowohl – als auch, theils – theils, Plat. Gorg. 452 d u. öfter in Prosa; ἅμα μέν – ἔτι δὲ καί Xen. Cyr. 1, 4, 3.