ἄναγνος
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
English (LSJ)
ἄναγνον, unclean, unholy, defiled, A.Ag.220, Ch.994, S.OT823; ἄναγνος καὶ μιαρός Antipho 2.1.10; ἀ. ἁγνεία Ph.1.156. Adv. ἀνάγνως = impurely, uncleanly, unholily Id.1.2, Poll. 1.32.
Spanish (DGE)
-ον
1 impuro, manchado por el crimen ἔργα A.Ch.986, τροπαία A.A.220, χείρ E.Hipp.1448, cf. S.OT 823, Antipho 2.1.10
•impuro, inmundo ἄνθρωποι I.Ap.1.306, βίος Orac.Sib.3.496, συμπλοκαί 1Ep.Clem.30.1, ἁγνεία Ph.1.156.
2 adv. ἀνάγνως = impuramente καταψεῦσαι Ph.1.2, cf. Poll.1.32.
German (Pape)
[Seite 184] unrein, unkeusch, schuldbefleckt, Tragg., z. B. Aesch. Ag. 220; Eur. Hipp. 1448; auch Antiph. II, α, 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
impur, criminel.
Étymologie: ἀν-, ἁγνός.
Russian (Dvoretsky)
ἄναγνος: запятнанный преступлением, оскверненный, нечистый Trag.
Greek (Liddell-Scott)
ἄναγνος: -ον, ἀκάθαρτος, μιαρός, μεμολυσμένος, μυσαρός, αἰσχρός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 220. Χο. 986, Σοφ., κτλ.· ἄν. καὶ μιαρὸς Ἀντιφῶν 116. 11. Ἐπίρρ. -νως Πολυδ. Α. 32, Χρησμ. Σιβυλλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄναγνος, -ον) ἁγνός
ο μη αγνός, ακάθαρτος, μιαρός, αισχρός.
Greek Monotonic
ἄναγνος: -ον, ακάθαρτος, ανίερος, μολυσμένος, ανόσιος, σε Αισχύλ. κ.λπ.
Middle Liddell
impure, unclean, unholy, defiled, Aesch., etc.
English (Woodhouse)
Translations
unholy
Bulgarian: нечестив; Chinese Dutch: euvel, kwaad, kwaadaardig, boos, boosaardig, slecht, onheilig; Finnish: epäpyhä, jumalaton; French: impie, maléfique; German: unheilig; Gothic: 𐌿𐌽𐌰𐌹𐍂𐌺𐌽𐍃; Greek: ανίερος, ανόσιος; Ancient Greek: ἀμύξανος, ἄναγνος, ἀνίερος, ἀνόσιος, ἀσεβής, ἄσεπτος, ἀφόσιος, δύσθεος, δυσσεβής, κοινός; Hungarian: istentelen, szentségtelen, elvetemült, gonosz; Plautdietsch: onheilich; Romanian: rău, nesfânt, afurisit; Russian: нечестивый, порочный; Spanish: impío; Telugu: అపవిత్రమైన, అపవిత్ర; Turkish: kötü, fena, kem, şeytanî; Volapük: nesaludik