περιψύχω

From LSJ
Revision as of 07:39, 2 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιψύχω Medium diacritics: περιψύχω Low diacritics: περιψύχω Capitals: ΠΕΡΙΨΥΧΩ
Transliteration A: peripsýchō Transliteration B: peripsychō Transliteration C: peripsycho Beta Code: periyu/xw

English (LSJ)

[ῡ],
A chill all round, τὴν σάρκα Arist.Pr.966b11:—Pass., to be chilled all over, Hp.Epid.1.26.γ; grow cool, Thphr. Ign.52, Plu.2.690d:—also intr. in Act., Hp.Coac.176, Epid.3.17.ά, Thphr. l.c.
II metaph., refresh, revive, cherish τινα LXX Si.30.7 (v.l.), D.H.7.46 (cj. Reiske), Alciphr.1.39.

German (Pape)

[Seite 601] rings, gänzlich abkühlen, erfrischen; an der Oberfläche od. den äußersten Gliedern kalt machen, Plut. Symp. 6, 4 u. öfter. – Auch = umfächeln, liebkosen, καὶ περικροτέω, D. Hal. 7, 46, vgl. Alciphr. 1, 39 u. περίψυκτος.

French (Bailly abrégé)

Ι. tr. 1 refroidir tout autour, à la surface ou aux extrémités ; Pass. se refroidir aux extrémités pendant la fièvre;
2 fig. rafraîchir, ranimer, récréer;
II. intr. se refroidir à la surface ou aux extrémités.
Étymologie: περί, ψύχω.

Russian (Dvoretsky)

περιψύχω: (ῡ) охлаждать Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

περιψύχω: [ῡ], μέλλ. -ξω, κάμνω τι ψυχρὸν ὁλόγυρα, Λατιν. perfrigerare, Ἀριστ. Προβλ. 36. 7. ― Παθ., γίνομαι ψυχρός, παγώνω κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν ἢ τὰ ἄκρα, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 974· γίνομαι ψυχρός, Πλούτ. 2. 690D· ― οὕτω καὶ μεταβατ. ἐν τῷ ἐνεργ., Ἱππ. Κωακ. 147, Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1093, Θεοφρ. περὶ Πυρὸς 52. ΙΙ. μεταφορ., δροσίζω, ἀναψύχω, περιποιοῦμαι, τινὰ Διον. Ἁλ. 7. 46, Ἀλκίφρων 1. 39, Ἑβδ. (Σειρὰχ Λ΄, 7).

Greek Monolingual

Α
1. ψύχω, παγώνω κάτι γύρω γύρω, εντελώς, σε όλη του την επιφάνεια
2. παθ. περιψύχομαι
καταψύχομαι, παγώνω παντού («περιψυχομένων τῶν ἄκρων», Θεόφρ.)
3. μτφ. δροσίζω, αναψύχω, περιποιούμαι («περιψύχων υἱὸν καταδεσμεύσει τραύματα αὐτοῦ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ψύχω «ψυχραίνω, παγώνω»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-ψύχω afkoelen, koud worden.