τιτύσκομαι
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
English (LSJ)
Ep. Verb, used only in pres. and impf., combining the senses of the kindred Verbs τεύχω, τυγχάνω. I like τεύχω, make, make ready, prepare, τιτύσκετο πῦρ Il.21.342; ὑπ' ὄχεσφι τιτύσκετο ἵππω he put two horses to the chariot, 8.41, 13.23:—later in Act. τιτύσκω, νίκαν Ἱέρωνι τιτύσκων B.5.49, cf. Antim.Fr.44, Arat.418, Lyc.1403, Max.279, Opp.H.2.99:—Pass., τιτύσκεται Aglaïas 25. II more freq., try to hit (τυχεῖν), aim, shoot, τινος at a person, τινι with a thing, Μηριόνης δ' αὐτοῖο τιτύσκετο δουρί Il. 13.159; ἐγχείῃ δ' αὐτοῖο τιτύσκετο 21.582, cf. 3.80, 11.350, etc.: abs., βάλλε τιτυσκόμενος Od.22.118; τιτύσκεσθαι καθ' ὅμιλον Il.13.498,560; ἄντα τιτύσκεσθαι aim straight before one, at a mark right opposite, Od.21.421, 22.266; of one unlocking a door, ἄντα τιτυσκομένη 21.48; χερσὶ τιτυσκόμενος, of a boxer, Theoc.22.88: c. acc. cogn., φώριον ἀλλήλων βλέμμα τιτυσκόμεθα cast stolen glances at each other, AP5.220 (Paul. Sil.). 2 metaph., φρεσὶ τιτύσκεσθαι aim at a thing in mind, i.e. purpose, design, c. inf., Il.13.558; of the Phaeacian ships, ὄφρα σε τῇ πέμπωσι τιτυσκόμεναι φρεσὶ νῆες Od.8.556. (From τι-τυχ-σκ- or τι-τυκ-σκ-.)
German (Pape)
[Seite 1121] ep. reduplleirte Form von τεύχω (nicht von τείνω), nur im praes. u. imperf. vorkommend; 1) machen, zurecht machen, bereiten; τιτύσκετο πῦρ, er machte sich Feuer an, Il. 21, 342; ὑπ' ὄχεσφι τιτύσκετο ἵππω, er spannte sich beide Rosse an den Wagen, 8, 41. 13, 23. – Die alexandrinischen Dichter haben in dieser Bdtg auch das act. τιτύσκω, Arat. 418. 453; πάγην ὄρνισι, Opp. Hal. 2, 99; φόβον, Lycophr. 1403. – 2) zielen, mit Geschossen od. Wurfwaffen, τινός, auf Einen, Μηριόνης δ' αὐτοῖο τιτύσκετο δουρί, Il. 13, 159; ἐγχείῃ δ' αὐτοῖο τιτύσκετο, 21, 582; ἰοῖσίν τε τιτυσκόμενοι λάεσσί τ' ἔβαλλον, 3, 80; auch absolut, οὐδ' ἀφάμαρτε τιτυσκόμενος, 11, 350; μνηστήρων ἕνα γ' αἰεὶ βάλλε τιτυσκόμενος, Od. 22, 117; u. bes. ἄντα τιτυσκόμενος, gerade auf das gegenüberstehende Schußziel hinzielend, 21, 421. 22, 266. 24, 181; so auch mit dem ins Schlüsselloch gesteckten Schlüssel den Riegel zu treffen suchen, um ihn zurückzuschieben, 21, 48; die Waffe, mit der man zielt, steht im dat., δουρί, ἰοῖσι, λάεσσι, Il. 3, 80. 13, 159; ἐγχείῃ, 21, 582; das Ziel, wonach man zielt, steht im gen., 11, 350. 13, 159. 370. 21, 582; auch τιτύσκεσθαι καθ' ὅμιλον, 13, 498. 560; χερσὶ τιτυσκόμενος, Theocr. 22, 187; ungewöhnlich ist φώριον βλέμμα τιτύσκεσθαί τινος, einen verstohlenen Blick auf Einen werfen, Paul. Sil. 31 (V, 221). – Uebertr., φρεσὶ τιτύσκεσθαι, mit den Gedanken zielen, im Sinne haben, bezwecken, c. inf., Il. 13, 558; ungew. von den Zauberschiffen der Phäaken, die ohne Steuer sich selbst richten u. lenken, ὄφρα σε τῇ πέμπωσι τιτυσκόμεναι φρεσὶ νῆες, Od. 8, 556.
Greek (Liddell-Scott)
τῐτύσκομαι: Ἐπικ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., συνδυάζον τὰς σημασίας τῶν συγγενῶν ῥημάτων τεύχω, τυγχάνω· (ἴδε ἐν λ. τίκτω)· - ὅθεν, 1) ὡς τὸ τεύχω, κάμνω, παρασκευάζω, ἑτοιμάζω, τιτύσκετο πῦρ, ἀνῆπτεν, Ἰλ. Φ. 342· ὑπ’ ὄχεσφι τιτύσκετο ἵππω, ὑπεζεύγνυε τοὺς ἵππους εἰς τὰ ἅρματα, Θ. 41., Ν. 23· - παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρίνοις ποιηταῖς εὑρίσκομεν ἐνεργ. τύπον τιτύσκω, Ἀντιμ. Ἀποσπ. 26, Ἄρατ. 418, Λυκόφρ. 1403, Μάξιμ. π. καταρχ. 279, Ὀππ. Ἁλ. 2. 99. ΙΙ. συνηθέστερον ὡς τὸ τυγχάνω, ἐπιτυγχάνω, σημαδεύω καὶ κτυπῶ, κλπ., τινὸς (ἐπὶ προσώπου), τινὶ (διά τινος πράγματος), Μηριόνης δ’ αὐτοῖο τιτύσκετο δουρὶ Ἰλ. Ν. 159· ἐγχείῃ δ’ αὐτοῖο τιτύσκετο Φ. 582, πρβλ. Γ. 80., Λ. 350, κλπ.· - ἀπολ., βάλλε τιτυσκόμενος Ὀδ. Χ. 118· τιτύσκεσθαι καθ’ ὅμιλον Ἰλ. Ν. 498, 560· ἄντα τιτυσκόμενος, καταστοχαζόμενος, σκοπεύων ἀκριβῶς κατέναντι, βάλλων πρὸς σημεῖον ἀκριβῶς ἀπέναντι, Ὀδ. Φ. 421., Χ. 266· οὕτως ἐπὶ τοῦ προσπαθοῦντος νὰ βάλῃ τὴν κλεῖδα εἰς τὸ κλεῖθρον, ἄντα τιτυσκομένη Φ. 48· - ὡσαύτως, χερσὶ τιτυσκόμενος, ἐπὶ πύκτου, Θεόκρ. 22. 88· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., φώριον βλέμμα τιτύκεσθαί τινος, ῥίπτειν λαθραῖον βλέμμα πρός τινα, Ἀνθ. Π. 5. 221. 2) μεταφορ., φρεσὶ τιτύσκομαι, «σκοπεύω» τι κατὰ νοῦν, διανοοῦμαι, σχεδιάζω, μετ’ ἀπαρ., Ἰλ. Ν. 558· οὕτως ἐπὶ τῶν πλοίων τῶν Φαιάκων, ὄφρα σε τῇ πέμπωσι τιτυσκόμεναι φρεσὶ νῆες Ὀδ. Θ. 556.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
1 c. τεύχω : préparer : πῦρ IL du feu ; ὑπ’ ὄχεσφι ἵππω IL atteler deux chevaux à un char;
2 c. τυγχάνω : viser, chercher à atteindre : τινος δουρί IL chercher à frapper qqn de sa lance ; fig. φρεσί IL viser par la pensée, se proposer de, inf. ; p. anal. se diriger de soi-même au but en parl. d’un navire.
Étymologie: R. Τυχ, toucher le but, avec redoubl. ; cf. τεύχω, τυγχάνω.