βέβαιος

From LSJ
Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βέβαιος Medium diacritics: βέβαιος Low diacritics: βέβαιος Capitals: ΒΕΒΑΙΟΣ
Transliteration A: bébaios Transliteration B: bebaios Transliteration C: vevaios Beta Code: be/baios

English (LSJ)

ον (so always in Th., Pl.), also α, ον (v. infr.): (βαίνω):—

   A firm, steady, κρύσταλλος Th.3.23; ὄχημα Pl.Phd.85d (Comp.); γῆ β. terra firma, Arr.An.2.21.5; steadfast, durable, ὁμιλία . . πιστὴ καὶ βέβαιος S.Ph.71; ἀρετῆς βέβαιαι . . αἱ κτήσεις μόνης Id.Fr.194; ψῆφος βεβαία E.El.1263; τὴν χάριν βέβαιον ἔχειν Th.1.32; οὐδέπω βέβαιος ἦν ἡ σωτηρία And.1.53; εἰρήνην βεβαίαν ἀγαγεῖν Isoc.4.173; φιλία βέβαιος Pl.Smp.182c; βεβαίου τε καὶ καθαρᾶς ἡδονῆς γεύεσθαι Id.R. 586a; δόξαι καὶ πίστεις βέβαιοι καὶ ἀληθεῖς Id.Ti.37b, etc.    b sure, certain, τέκμαρ A.Pr.456; ἄκεα Id.Eu.506 (lyr.); τοξεύματα S.Ant.1086; πύλας β. παρέχειν make safe, secure, Th.4.67; βεβαιότερος κίνδυνος a surer game, Id.3.39: Sup. -ότατος Id.1.124; βέβαιόν ἐστί τινι ὅτι . . D.H.3.35; τὰ παρ' ἀνθρώπων αὐτῷ β. ἦν ibid.; but β. παρέχειν τὰν ὠνάν confirm, guarantee, GDI1867, al. (Delph.); μένειν κυρίαν καὶ β. . . συγχώρησιν BGU1058.47 (i B. C.).    2 of persons, etc., steadfast, constant, φίλος A.Pr.299 (Comp.), cf. Th.5.43, etc.: c. inf., βεβαιότεροι μηδὲν νεωτεριεῖν more certain to make no change, Th.3.11.    3 τό β. certainty, Hdt.7.50, cf. Pl.Phlb.59c, etc.; but τὸ β. τῆς διανοίας firmness, resolution, Th.2.89.    b security, guarantee, τὸ δημόσιον β. IG12.189.    II Adv. -ως A.Ag.15; β. κλῃστόν Th.2.17; β. οἰκεῖσθαι Id.1.2; ἔχειν, γνῶναι, δημοκρατεῖσθαι, D.8.41, 39, 10.4: Comp. -ότερον, οἰκεῖν Th.1.8; -οτέρως Isoc.8.60, Porph.Abst.1.11: Sup. -ότατα Th.6.91.

German (Pape)

[Seite 440] att. gew. 2 End., z. B. immer Thuc., βέβαιος χάρις 1, 32, cf. Thom. Mag. (βαίνω); feststehend, fest, κρύσταλλος Thuc. 3, 23; ὄχημα Plat. Phaed. 85 d; γῆ Arr. An. 2, 21, 6; öfter übertr., fest, zuverlässig, sicher; von Personen, Thuc. 5, 43; so βεβαιότεροι ἂν ἦσαν μηδὲν νεωτεριεῖν 3, 11; φίλος Aesch. Prom. 297; Ar. Plut. 836; φίλη Lys. 1017; φιλία Plat. Conv. 183 c; Folgde; τέκμαρ, ἄκος, Aesch. Prom. 754 Eum. 482; τόξευμα, ὁμιλία, τέχνη, Soph. Ant. 1073 Phil. 71 Tr. 618; τὸ βέβαιον εἰδέναι Her. 7, 50; ἤθη, Ggstz εὐμετάβολα, Plat. Rep. VI, 503 c; λόγος β. καὶ ἀληθής Phaed. 90 c u. öfter; χάρις Thuc. 1, 32; δόξα Plat. Tim. 37 b; βεβαία εἰρήνη Isocr. 4, 173; οὐσία Is. 1, 22; εὐτυχία Plut. Fab. 27; φρόνημα Thes. 6 u. sonst; τὸ βέβαιον, Sicherheit, Her. 7, 50. – Adv. βεβαίως, Aesch. Ag. 15 u. Folgde; βεβαιοτέρως ἔχει Isocr. 8, 60.

Greek (Liddell-Scott)

βέβαιος: ος, ον, ὡσαύτως α, ον, ἴδε κατωτ.· (βαίνω)· ‒ στερεός, σταθερός, κρύσταλλος Θουκ. 3. 23· ὄχημα Πλάτ. Φαίδων· 85D· σταθερός, ἀκίνητος, ἀμετάβλητος, διαρκής, ὁμιλία… πιστὴ καὶ βέβαιος Σοφ. Φ. 71· ἀρετῆς βέβαιαι… αἱ κτήσεις μόναι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 202· ψῆφος βεβαία Εὐρ. Ἠλ. 1263· τὴν χάριν βέβαιον ἔχειν (διάφ. γραφ. -αίαν, ἀλλ’ ὁ Θουκ. προτιμᾶ -ος, ον) Θουκ. 1. 32· οὐδέπω βέβαιος ἦν ἡ σωτηρία Ἀνδοκ. 8. 9· εἰρήνην βεβαίαν ἀγαγεῖν Ἰσοκρ. 76Ε· φιλία βέβαιος Πλάτ. Συμπ. 183C· βεβαίου τε καὶ καθαρᾶς ἡδονῆς ὁ αὐτ. Πολ. 586Α· πίστεις βέβαιοι καὶ ἀληθεῖς ὁ αὐτ. Τιμ. 37Β, κτλ.· ‒ βέβαιος, ἀσφαλής, ἀναμφίβολος, τέκμαρ Αἰσχύλ. Πρ. 450· ἄκος ὁ αὐτ. Εὐμ. 506· β. τοξεύματα (πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου certa sagitta), Σοφ. Ἀντ. 1086· βεβαιότερος κίνδυνος, φανερώτερος, ἀναμφιβολώτερος, Θουκ. 3. 39· ὑπερθ. -ότατος, ὁ αὐτ. 1. 124. 2) ἐπὶ προσώπ., κτλ., σταθερός, ἀμετακίνητος, ἀσφαλής, μόνιμος, ἀμετάβλητος, φίλος Αἰσχύλ. Πρ. 297, πρβλ. Θουκ. 5. 43· καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.· μ. ἀπαρ., βεβαιότεροι μηδὲν νεωτεριεῖν, ἀσφαλέστεροι ὡς πρὸς τοῦτο ὅτι δὲν ἤθελον..., Θουκ. 3. 11· βέβαιος ἦν, ἦτο βέβαιον ὅτι…, Διον. Ἁλ. 3. 35. 3) τὸ βέβαιον, βεβαιότης, Ἡρόδ. 7. 50· τὸ β. τῆς διανοίας, σταθερότης, ἀποφασιστικότης, Θουκ. 2. 89, πρβλ. Πλάτ. Φιληβ. 59C, κτλ. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 15· β. κλῃστὸν Θουκ. 2. 17· β. οἰκεῖσθαι ὁ αὐτ. 1. 2· ἔχειν Δημ. 99. 29· συγκρ. -ότερον, Θουκ. 1. 8.· -οτέρως, Ἰσοκρ. 171C· ὑπερθ. -ότατα, Θουκ. 6. 91.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
I. ferme, solide;
II. fig.
1 ferme, constant : φίλος βέβαιος ESCHL ami sûr ou fidèle ; βεβαία εἰρήνη ISOCR paix solide ; τῆς διανοίας τὸ βέβαιον THC esprit ferme et résolu;
2 qui est à l’abri du danger : πύλαι βέβαιοι THC portes sûres, à l’abri de toute surprise;
3 sûr, certain : τέκμαρ βέβαιον ESCHL preuve certaine ; βέβαια τοξεύματα SOPH traits qui vont sûrement au but (ou lancés d’une main ferme, bien assurée) ; κίνδυνος βέβαιος THC danger certain ; en parl. de pers. βεβαιότεροι ἂν ἦσαν μηδὲν νεωτεριεῖν THC il serait plus certain qu’ils ne feraient aucun changement ; τὸ βέβαιον HDT la certitude;
Cp. βεβαιότερος, Sp. βεβαιότατος.
Étymologie: R. Βα avec redoubl.