ἔθνος
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
English (LSJ)
εος, τό: (ϝέθνος, cf. Il.2.87, 7.115, al.): -
A number of people living together, company, body of men, ἑτάρων ἔ., ἔ. ἑταίρων, band of comrades, Il.3.32, 7.115, etc.; ἔθνος λαῶν host of men, 13.495; of particular tribes, Αυκίων μέγα ἔ. 12.330; Ἀχαιῶν ἔ. 17.552: pl., ἔθνεα πεζῶν 11.724, cf. 2.91; ἔ. νεκρῶν Od.10.526; of animals, ἔ. μελισσάων, ὀρνίθων, μυιάων, swarms, flocks, etc., Il.2.87,459,469; ἔθνη θηρῶν S.Ph.1147 (lyr.), Ant.344; ἔ. ἀνέρων, γυναικῶν, Pi.O.1.66, P.4.252; ἔ. βρότεον, θνατόν, Id.N.3.74, 11.42; ἔ. τόδε, of the Erinyes, A.Eu.366 (lyr.). 2 after Hom., nation, people, τὸ Μηδικὸν ἔ. (γένος being a subdivision of ἔθνος) Hdt.1.101; ἔ. ἠπειρογενές, μαχαιροφόρον, A.Pers.43, 56 (anap.), etc.; τῶν μηδισάντων ἐθνέων τῶν Ἑλληνικῶν Hdt.9.106. b later, τὰ ἔ. foreign, barbarous nations, opp. Ἕλληνες, Arist.Pol.1324b10; ἔ. νομάδων, of Bedawîn, LW2203 (Syria); at Athens, athletic clubs of non-Athenians, IG2.444, al.; in LXX, non-Jews, Ps.2.1, al., cf. Act.Ap.7.45; Gentiles, τῶν ἐθνῶν τε καὶ Ἰουδαίων ib.14.5, etc.; used of Gentile Christians, Ep. Rom.15.27. c at Rome, = provinciae, App.BC2.13, Hdn.1.2.1, PStrassb.22.19 (iii A. D.), D.C.36.41, etc.: so in sg., province, ὁ τυραννήσας τοῦ ἔθνους D.Chr.43.11; ὁ ἡγούμενος τοῦ ἔθνους the governor of the province, POxy.1020.5 (iii A. D.). 3 class of men, caste, tribe, τὸ Θετταλῶν . . πενεστικὸν ἔ. Pl.Lg.776d; ἔθνος κηρυκικόν Id.Plt.290b; οἶσθά τι ἔ. ἠλιθιώτερον ῥαψῳδῶν; X.Smp.3.6; δημιουργικὸν ἔ. Pl.Grg.455b, cf. Arist.Ath.3; ἔ. βραχμάνων D.S.17.102; τὰ ἱερὰ ἔ. the orders of priests, OGI90.17 (ii B. C.); trade-associations or guilds, ἔθνη καὶ ἐργαστήρια PPetr.3p.67 (iii B. C.), al.; class in respect to rank or station, οὐ πρὸς τοῦτο βλέποντες . . ὅπως . . ἕν τι ἔ. ἔσται διαφερόντως εὔδαιμον Pl.R.420b, cf. 421c, D.21.131. 4 sex, θῆλυ, ἄρρεν ἔ., X.Oec.7.26. 5 part, member, Hp.Loc.Hom.1. II of a single person, a relation, Pi.N.5.43.
German (Pape)
[Seite 720] τό, wahrscheinlich von ἔθος, die durch Gewohnheit verbundene Menge, Schaar, Haufen; ἑταί. ρων, πεζῶν, Ἀχαιῶν u. ä. Hom.; ἔθνος λαῶν, die Schaar der Kriegsmannen, Il. 13, 495; βροτόν u. βρότεον, Menschenvolk, Pind. P. 10, 28 N. 3, 71; γυναικῶν P. 4, 252; ἀνέρων Ol. 1, 66. So Tragg. u. Prosa, wo es dann bestimmter Volk, Volksstamm, Nation bedeutet; κατ' ἔθνη καὶ καθ' ἕκαστον ἄστυ Thuc. 1, 1; πομπὰς ἐποίησαν κατὰ ἔθνος ἕκαστοι τῶν Ἑλλήνων, stammweise, Xen. An. 5, 5, 5; ἔθνη βάρβαρα Plat. Critia. 109 a; τὸ Θετταλῶν πενεστικὸν ἔθνος Legg. VI, 776 d. Aber auch Menschenklasse, ἢ κλάπτας ἢ ἄλλο τι ἔθνος Plat. Rep. I, 351 c; δημιουργικόν Gorg. 455 b; τὸ κηρυκικόν Polit. 290 b, die Herolde; οἶσθά τι ἔθνος ἠλιθιώτερον ῥαψῳδῶν Xen. Conv. 3, 6. – Von Thieren, = Schaaren, Heerden, Schwärme; χηνῶν Il. 2, 459; μελισσῶν 2, 87; χοίρων Od. 14, 73; θηρῶν ἀγρίων Soph. Ant. 344, wie Phil. 1132; ἰχθύων Plat. Tim. 92 c; sp. D., wie Theocr. 95, 114. – Bei Xen. Oec. 7, 26 θῆλυ – ἄῤῥεν, Geschlecht. – Bei Sp., wie D. Cass. 36, 24, die unterworfenen Völker in den Provinzen. – Bei K. S. = Heiden.
Greek (Liddell-Scott)
ἔθνος: -εος, τό, (ἐκ τῆς √ϜΕΘ· ἴδε ἐν Ἰλ. Β. 87., Η. 115, κ. ἀλλ.): ἀριθμός τις ἀνθρώπων ζώντων ὁμοῦ, ἄθροισμα ἀνθρώπων ἀποτελούντων ἓν σύνολον, ὁμάς, ἑτάρων ἔθνος, ἔθνος ἑταίρων, ὁμὰς συντρόφων, Ἰλ. Γ. 32., Η. 115, κτλ.· ἔθνος λαῶν, πληθὺς ἀνθρώπων μεγάλη, Ἰλ. Ν. 495· καὶ ἐπὶ φυλῶν, Λυκίων μέγα ἔθ. Μ. 330· Ἀχαιῶν ἔ. Ρ. 552· ἐν τῷ πληθ., ἔθνεα πεζῶν Λ 724. πρβλ. Β. 91· ἔθνεα νεκρῶν Ὀδ. Κ. 526· καὶ ἐπὶ ζῴων, ἔθνεα μυιάων, μελισσάων, ὀρνίθων, σμήνη, πλήθη, κτλ., Ἰλ. Β. 87, 459, 469· οὕτω καὶ ἔθνη θηρῶν Σοφ. Φ. 1147, Ἀντ. 344· ὁ Πίνδ. ἔχει ὡσαύτως ἔθνος μερόπων, ἀνέρων, γυναικῶν, γένος, οἰκογένεια, φυλή, Ο. 1. 106, Π. 4. 448· ἔθνος τόδε, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 366. 2) μεθ’ Ὅμηρον, ἔθνος, λαός, τὸ Μηδικὸν ἔθνος Ἡρόδ. 1. 101, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 43. 56, κτλ.· τὸ δὲ γένος εἶναι ὑποδιαίρεσις τοῦ ἔθνος, Ἡρόδ. 1. 56, πρβλ. γένος ΙΙΙ. 1. γ. β) ἐν τῇ Καιν. Διαθ. καὶ τοῖς Ἐκκλ. τὰ ἔθνη, οἱ ἐθνικοί, ἤτοι πάντες πλὴν τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν Χριστιανῶν· πρβλ. βάρβαρος. 3) ἰδιαιτέρα τάξις ἀνθρώπων, φυλή, τὸ Θετταλῶν … πενεστικὸν ἔθνος Πλάτ. Νόμ. 776D· ἔθνος κηρυκικόν, ῥαψωδῶν ὁ αὐτ. Πολιτικ. 290C, Ξεν. Συμπ. 3. 6, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 455Β, Ἀριστ. Ἀποσπ. 347: - ὡσαύτως, τάξις ἀνθρώπων ἐν σχέσει πρὸς τὸν βαθμὸν ἢ τὴν κοινωνικὴν θέσιν, οὐ πρὸς τοῦτο βλέποντες …, ὅπως … ἕν τι ἔθνος ἔσται διαφερόντως εὔδαιμον Πλάτ. Πολ. 420D, πρβλ. 421C, 519Ε. 4) φῦλον, τὸ θῆλυ ἔθνος Ξεν. Οἰκ. 7. 26. 5) μέρος, ἀριθμός τις, Ἱππ. 408. 33· πρβλ. ὁμοεθνία. ΙΙ. ἐπὶ ἑνὸς καὶ μόνου προσώπου, γένος, ἀγάλλει κείνου ὁμόσπορον ἔθνος, Πυθέα, Πινδ. Ν. 5. 80· πρβλ. γένος ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
I. race, peuple, nation, tribu en gén.
1 en parl. de pers. ἔθνεα νεκρῶν OD le peuple des morts ; ἔθνεα λαῶν IL les races des peuples;
2 en parl. d’animaux θηρῶν ἔθνη SOPH les races des bêtes sauvages ; ἔθνος μελισσάων, ὀρνίθων IL la race des abeilles, des oiseaux;
3 classe, corporation;
4 sexe : τὸ θῆλυ ἔθνος XÉN le sexe féminin;
II. abs. race de peuples, race, nation ; κατὰ ἔθνη THC par races, par nations.
Étymologie: R. Ἐθ de Ϝεθ pousser, croître ; cf. φῦλον de φύω.
English (Autenrieth)
(ϝέθνος): company, band, host; of men, ἑτάρων, λᾶῶν, νεκρῶν, also of ‘swarms,’ ‘flocks,’ of bees, flies, birds, etc.