μεθέπω

From LSJ
Revision as of 13:05, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθέπω Medium diacritics: μεθέπω Low diacritics: μεθέπω Capitals: ΜΕΘΕΠΩ
Transliteration A: methépō Transliteration B: methepō Transliteration C: methepo Beta Code: meqe/pw

English (LSJ)

Ep. impf. μέθεπον; Aeol. 1pl.

   A πεδήπομεν Sapph.Supp. 23.8: fut. μεθέψω Hsch.: poet. aor. part. μετασπών, Med. μετασπόμενος: —pursue, follow after, ποσὶ κραιπνοῖσι μετασπών Il.17.190, Od. 14.33; ψεῦδος, of Ixion pursuing the phantom, Pi.P.2.37, cf. A.R. 4.1339, Epic. ap. Ath.9.399a, Euph.9.12:—Med., ἀπιόντα μετασπόμενος βάλε δουρί Il.13.567: and c. dat., οὔ σοι μὴ μεθέψομαι S.El. 1052.    2 c. acc., go in search of, ἡνίοχον μέθεπε θρασύν drove in search of a charioteer, Il.8.126; [ἔλαφον] μ. Pi.O.3.31.    3 visit, νέον μεθέπεις; dost thou come but now to visit us? Od.1.175.    II cherish, τινα Sapph. l.c.    2 ply a business, γεηπονίην Ps.-Phoc. 161; αἶσαν Pi.N.6.13; νώτῳ μεθέπων ἄχθος wielding, i. e. carrying, a burden on his back, ib.57; μοῦσαν μ. IG3.399.3.    III causal, c. dupl. acc., Τυδεΐδην μέθεπε κρατερώνυχας ἵππους he turned the horses in pursuit of Tydeides, Il.5.329.—Only poet., mostly Ep. and Lyr.

German (Pape)

[Seite 111] (s. ἕπω), ep. aor. μετέσπον, μετασπεῖν, hinter Einem geschäftig sein, verfolgen, nachsetzen, ποσσὶ κραιπνοῖσι μετασπών, Il. 17, 190 Od. 14, 33, u. eben so im med., ἀπιόντα μετασπόμενος βάλε δουρί, Il. 13, 567; – auch trans. mit doppeltem acc., Τυδείδην μέθεπεν κρατερώνυχας ἵππους, er trieb die Pferde auf den Diomedes los, Il. 5, 329 (vgl. ἐφέπειν). – Im allgemeinen Sinne, verfolgen, nachtrachten, mit den Augen aufsuchen, ἡνίοχον μέθεπε θρασύν, Il. 8, 126; auch νέον μεθέπεις; suchst du mich auf, bist du zum ersten Male hier zum Besuch? Od. 1, 175; – übertr., ein Geschäft eifrig betreiben, ψεῦδος γλυκὺ μεθέπων, Pind. P. 2, 37; auch ταύταν μεθέπων Διόθεν αἶσαν, N. 6, 13; ib. 59 sagt er ἑκόντι νώτῳ μεθέπων ἄχθος, die Last auf den Rücken nehmend; γεωπονίην, Phocyl. 149; – οὔ σοι μὴ μεθέψομαί ποτε, nachfolgen, gehorchen, Soph. El. 1041. – Einzeln bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεθέπω: παρατ. μεθεῖπον, Ἐπικ. μέθεπον: μέλλ. μεθέψω: ποιητ. ἀόρ. μετέσπον: ἀπαρ. μετασπεῖν: μετοχ. μετασπών, μέσ. μετασπόμενος. Ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, ἀκολουθῶ κατόπιν, Λατιν. insequi, ποσὶ κραιπνοῖσι μετασπὼν Ἰλ. Ρ. 190, Ὀδ. Ξ. 33· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀπιόντα μετασπόμενος βάλε δουρὶ Ἰλ. Ν. 567· καὶ μετὰ δοτ., οὔ σοι μὴ μεθέψομαι Σοφ. ἨΛ. 1052. 2) μετ’ αἰτιατ., ἀκολουθῶ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, ζητῶ ἢ ἀναζητῶ τι μετὰ ζήλου, ἡνίοχον μέθεπε θρασὺν Ἰλ. Θ. 126· ἔλαφον μ. Πινδ. Ο. 3. 55. 3) ἐπισκέπτομαι, ὑπάγω εἰς ἐπίσκεψιν, νέον μεθέπεις; νεωστὶ πρὸς ἡμᾶς ἔρχεσαι...; Ὀδ. Α. 175. 4) μεταφορ., ἀσχολοῦμαι εἰς ἐργασίαν τινά, γεωπονίην μεθέπειν Ψευδο-Φωκυλ. 149· μεθ. ψεῦδος, φέρω εἰς πέρας, ἀποτελῶ, Πινδ. Π. 2. 68· αἶσαν ὁ αὐτ. ἐν Ν. 6. 24. ἄχθος νώτῳ μεθέπων, φέρων, κομίζων φορτίον ἐπὶ τῆς ῥάχεώς του, αὐτόθι 98· μοῦσαν μ., θεραπεύειν μοῦσαν, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1054. 3· πρβλ. ἕπω ἐφέπω. ΙΙ. μεταβατ. ἐνεργείας, μετὰ διπλῆς αἰτιατ., αἶψα δὲ Τυδείδην μέθεπε κρατερώνυχας ἵππους «αὐτίκα δὲ ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ Τυδέως ἤλαυνε τοὺς ἰσχυροὺς ὄνυχας ἔχοντας ἵππους» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ε. 359· ὡς τὸ ἐφέπειν ἵππους Πατρόκλῳ Π. 724. - Μόνον ποιητ., ἰδίως Ἐπικ.

French (Bailly abrégé)

impf. μεθεῖπον, f. μεθέψω, ao.2 μετέσπονinf. μετασπεῖν, part. μετασπών;
I. avec un seul acc.;
1 suivre, poursuivre, abs.
2 se mettre à la recherche de : ἡνίοχον IL d’un conducteur de char;
3 fig. se mettre à la poursuite de, poursuivre, entreprendre, se charger de, acc.;
II. avec deux acc. : lancer à la poursuite de : Τυδείδην μέθεπεν ἵππους IL il lança ses chevaux à la poursuite du fils de Tydée;
Moy. μεθέπομαι (f. μεθέψομαι, ao.2 μετεσπόμην);
1 suivre, poursuivre, acc.;
2 obéir à, écouter, τινι.
Étymologie: μετά, ἕπω.

English (Autenrieth)

ipf. μέθεπε, aor. 2 part. μετασπών, mid. μετασπόμενος: move after, follow after, follow up; trans., w. two accusatives, ἵππους Τῦδείδην, turn the steeds after Tydīdes, Il. 5.329; of ‘visiting’ a place, Od. 1.175; mid., Il. 13.567.