ἔλδομαι
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
and ἐέλδομαι, poet. Verb, only pres. and impf.,
A wish, long, c. inf., Il.13.638, Od.4.162, Pi.O.1.4: c. gen., long for, σὴν ἄλοχον τῆς αἰὲν ἐέλδεαι Od.5.210; ἐλδόμεναι πεδίοιο (of mules) eager to reach it, Il.23.122: c.acc., desire, ἑὸν αὐτοῦ χρεῖος ἐελδόμενος Od.1.409, cf. Il.5.481: abs., νόστησας ἐελδομένοισι μάλ' ἡμῖν Od.24.400:—Pass. only once, νῦν τοι ἐελδέσθω πόλεμος be war now welcome to thee, Il. 16.494.
German (Pape)
[Seite 793] (Fελδ), gew. ἐέλδομαι, nur praes. u. impf., wünschen, verlangen; mit dem inf., ἐέλδετο γάρ σε ἰδέσθαι Od. 4, 162; Il. 13, 638; εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι φίλον ἦτορ Pind. Ol. 1, 4; mit dem gen., nach Etwas, πεδίοιο, nach der Ebene strebend, Il. 23, 122; ἐελδόμενός που ἐδωδῆς Od. 14, 42; Hes. O. 379 u. sp. D., wie Ap. Rh.; oder mit dem acc., κτήματα, τά τ' ἔλδεται ὅς κ' ἐπιδευής Il. 5, 481, vgl. Od. 1, 409; im partic. absolut, σφῶϊν ἐελδομένοισιν ἱκάνω, ich komme euch erwünscht, Od. 21, 209; Il. 7, 4. – Aber νῦν τοι ἐελδέσθω πόλεμος κακός ist passivisch, Il. 16, 494.
Greek (Liddell-Scott)
ἔλδομαι: καὶ ἐέλδομαι, Ἐπ. ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἐπιθυμῶ, ποθῶ, μετ’ ἀπαρ., Ἰλ. Ν. 638, Ὀδ. Δ. 162, οὕτω καὶ Πίνδ. ἐν Ο. 1. 6: ― μετὰ γεν., ἐπιθυμῶ σφόδρα, ποθῶ, σὴν ἄλοχον, τῆς αἰὲν ἐέλδεαι Ὀδ. Ε. 210· ἐλδόμεναι πεδίοιο (ἐπὶ ἡμιόνων), ποθοῦσαι νὰ φθάσωσιν εἰς αὐτό, Ἰλ. Ψ. 122· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., ἐφίεμαι, ἑὸν αὐτοῦ χρεῖος ἐελδόμενος Ὀδ. Α. 409, πρβλ. Ἰλ. Ε. 481· ἀπολ., νοστήσας ἐελδομένοισι μάλ’ ἡμῖν Ὀδ. Ω. 400· - ὡς παθ. μόνον ἅπαξ, νῦν τοι ἐελδέσθω πόλεμος, «ἐπιθυμείσθω» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 494. (Τοὺς τύπους ἐέλδομαι καὶ ἐέλδωρ πρέπει νὰ ἀναγάγωμεν εἰς τὴν √ ΕΛ, πιθαν. τὴν αὐτὴν τῇ √ΒΟΛ, ἐξ ἧς τὸ βούλομαι, κτλ., Λατ. VEL-LE).
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
1 aspirer à, souhaiter, désirer : τινος, τι, qch;
2 Pass. être désiré.
Étymologie: R. Ϝελ = volo, vouloir, désirer.
English (Autenrieth)
(ϝελδ.), ἐέλδομαι: desire, long for; τινός, Ξ 2, Od. 5.210, etc.; also τὶ, Od. 1.409, and w. inf., Il. 13.638, Od. 20.35; in pass. signif., Il. 16.494.