ἀλλάσσω

From LSJ
Revision as of 14:12, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλάσσω Medium diacritics: ἀλλάσσω Low diacritics: αλλάσσω Capitals: ΑΛΛΑΣΣΩ
Transliteration A: allássō Transliteration B: allassō Transliteration C: allasso Beta Code: a)lla/ssw

English (LSJ)

later Att. ἀλλάττω Pl.Prm.139a: impf.

   A ἤλλαττον Men.Epit. 466: fut. -άξω Thgn.21: aor. ἤλλαξα E.Alc.661: pf. ἤλλᾰχα (ἀπ-) X.Mem.3.13.6, (δι-) Dionys. Com.2.10:—Med., fut. ἀλλάξομαι Luc. Tyr.7, (ἀντ-) E.Hel.1088: aor. ἠλλαξάμην Id.El.103, Antipho 5.79, Th.8.82, etc.: pf. (in med. sense) ἤλλαγμαι ( ἐν-) S. Aj.208:—Pass., fut. ἀλλαχθήσομαι Trag. and Com., (ἀπ-) E.Med.878, Ar.Av.940; ἀλλαγήσομαι in early Prose, (ἀπ-) Hdt.2.120, (ἐξαπ-) Th.4.28: aor. ἠλλάχθην and ἠλλάγην, former more freq. in S. and E., latter in Prose: pf. ἤλλαγμαι Antiph. 176, AP9.67, al.: plpf. ἤλλακτο Hdt.2.26. (More common in compds., esp. in later Gk.): (ἄλλος):—make other than it is, change, alter, τόπον Parm.8.41; μορφήν Emp.137; χροιάν E. Med.1168; ἤλλαττε χρώματ' Men.Epit.466; τὸ ἑαυτοῦ εἶδος εἰς πολλὰς μορφάς Pl.R. 380d; χώραν Id.Prm.139a.    II ἀ. τί τινος give in exchange, barter one thing for another, τῆς σῆς λατρείας τὴν ἐμὴν δυσπραξίαν . . οὐκ ἂν ἀλλάξαιμ' ἐγώ A.Pr. 967; τι ἀντί τινος E.Alc.661:— Med., τὴν παραντίκα ἐλπίδα . . οὐδενὸς ἂν ἠλλάξαντο Th.8.82.    2 repay, requite, φόνον φονεῦσιν E.El.89.    3 leave, quit, οὐράνιον φῶς S.Ant.944, cf. E.IT193.    4 Med., ἔξω τρίβου ἀλλάσσεσθαι ἴχνος move one's position, Id.El.103.    III take one thing in exchange for another, κάκιον τοὐσθλοῦ παρεόντος Thgn.21; πόνῳ πόνον ἀ. to exchange one suffering with another (nisi leg. πόνου), Trag.Adesp.7.3; ἠλλαττόμεσθ' ἂν δάκρυα δόντες χρυσίον should take in exchange, Philem.73: ἀ. θνητὸν εἶδος assume it, E.Ba.53, cf. 1331:—more freq. in Med., τί τινος one thing for another, εὐδαιμονίας κακοδαιμονίαν Antipho 5.79, cf. Pl.Lg.733b; τὰ οἰκήϊα κακὰ ἀλλάξασθαι τοῖσι πλησίοισι exchange them with them, Hdt.7.152: hence, buy, τι ἀντ' ἀργυρίου Pl.R.371c; διά τινος ὠνῆς ἢ καὶ πράσεως ἀλλάττεσθαί τί τινι Id.Lg. 915d, 915e; τοῦ παντὸς ἀ. prize above all things, Ph.Bel.56.30.    2 take a new position, i.e. go to a place, ἀ.Ἅιδα θαλάμους E.Hec.483; πόλιν ἐκ πόλεως Pl.Plt.289e.    IV abs., have dealings, as buyer or seller, in Med., πρός τινα Pl.Lg.915e.    2 alternate, Emp.17.6; σκῆπτρ' ἔειν ἐνιαυτὸν ἀλλάσσοντε to enjoy power in turn, E.Ph. 74, cf. Pl.Ti.42c:—Pass., ἀρεταὶ . . ἀλλασσόμεναι in turns, Pi.N.11.38, cf. Arist.Pr.940a15. ϝ. Pass., to be reconciled, S.Fr.997.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλάσσω: μεταγεν. Ἀττ. -ττω: μέλλ. -άξω: ἀόρ. ἤλλαξα: πρκμ. ἤλλᾰχα (ἀπ-): Ξεν. Ἀπομ. 3. 13, 6, (δι-), Διονύσ. Κωμ. ἐν «Θεσμοφόρῳ» 1. 10: - Μέσ. μέλλ. ἀλλάξομαι, Λουκ. Τυρ. 7, (ἀντ-), Εὐρ.: ἀόρ. ἠλλαξάμην, Εὐρ. Ἀντιφῶν 138. 35, Θουκ., κτλ.: πρκμ. (μ. μέσ. σημασ.) ἤλλαγμαι (ἐν-), Σοφ. Αἴ. 208: - Παθ. μέλλ. ἀλλαχθήσομαι, καὶ ἀλλαγήσομαι· ὁ πρῶτος πάντοτε παρὰ Τραγ., ὁ δὲ δεύτερος συχνότατος παρὰ πεζοῖς· ἀόρ. ἠλλάχθην, καὶ ἠλλάγην, ὁ πρῶτος συχνότατος παρὰ Τραγ., ὁ δὲ δεύτερος παρὰ πεζοῖς, ἴδε Veitch Ἑλλ. Ρήμ., πρκμ. ἤλλαγμαι, Ἀντιφαν. ἐν «Ὀμφάλῃ» Ὀμφ. 1. Ἀνθ.: ὑπερσυντ. ἤλλακτο, Ἡρόδ. 2. 26. - Συχν. ἐν συνθέτοις ἀντ-, ἀπ-, δι-, ἐξαλλάσσω, κτλ. Καθιστῶ τι ἄλλο παρ’ ὅ,τι εἶναι (ἐκ τοῦ ἄλλος) = μεταβάλλω, ἀλλοιῶ, τι, Ἐμπεδ. 67. 157· χροιάν, εἶδος, Εὐρ. Μήδ. 1168, Βάκχ. 53· τὸ ἑαυτοῦ εἶδος εἰς πολλὰς μορφάς, Πλάτ. Πολ. 380D. χώραν, ὁ αὐτ. Παρμ. 139Α. ΙΙ. ἀλλ. τί τινος, ἀλλάσσω τι μέ τι, δίδω τι ἀντί τινος, ἀνταλλάσσω τι πρὸς ἄλλο, τῆς σῆς λατρείας τὴν ἐμὴν δυσπραξίαν … οὐκ ἂν ἀλλάξαιμ’ ἐγώ, Αἰσχύλ. Πρ. 967· τι ἀντί τινος, Εὐρ. Ἄλκ. 661, καὶ ὡς μέσ. τὴν παραυτίκα ἐλπίδα … οὐδενὸς ἂν ἠλλάξαντο, Θουκ. 8. 82· πρβλ. ἀνταλλάσσω, κατωτέρω ΙΙΙ. 2) ἀποτίνω, ἀποδίδω, ἀνταποδίδω· φόνον φονεῦσιν, Εὐρ. Ἠλ. 89. 3) παραιτῶ, ἀφίνω, ἐγκαταλείπω· οὐράνιον φῶς, Σοφ. Ἀντ. 944, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 193, ἴδε κατωτέρω ΙΙΙ. 2, καὶ πρβλ. παραλλάσσω. 4) μέσ., ἴχνος ἔξω τρίβου ἀλλάσσεσθαι, ἀλλάσσω τὴν θέσιν μου, παραμερίζω, Εὐρ. Ἠλ. 103. ΙΙΙ. ἀνταλλάσσω, κάκιον τοὐσθλοῦ παρεόντος, Θέογν. 21· ὡσαύτως, πόνῳ πόνον ἀλλ., ἀνταλλάσσω ἓν πάθημα πρὸς ἕτερον (ἐκτὸς ἂν πρέπει νὰ ἀναγνώσωμεν πόνου), Σοφ. Ἀποσπ. 400· ἠλλαττόμεσθ’ ἂν δάκρυα δόντες χρυσίον, θὰ ἐλαμβάνομεν ὡς ἀντάλλαγμα, Φιλήμ. ἐν «Σαρδίῳ» 1: - ἀλλ. θνητὸν εἶδος, λαμβάνω, Εὐρ. Βάκχ. 53, πρβλ. 1332: - συχνότερον κατὰ μέσ., τί τινος, ἓν πρᾶγμα ἀντὶ ἄλλου, εὐδαιμονίας κακοδαιμονίαν, Ἀντιφῶν 138. 34, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 733Β· τὰ οἰκήϊα κακὰ ἀλλάξασθαι τοῖσι πλησίοισι, ἀνταλλάξαι πρὸς τὰ τῶν γειτόνων, Ἡρόδ. 7. 152· ἐντεῦθεν, ἀγοράζω, τι ἀντὶ ἀργυρίου, Πλάτ. Πολ. 371C· δι’ ὠνῆς ἢ καὶ πράσεως ἀλλάττεσθαί τί τινι, ὁ αὐτ. Νόμ. 915D. 2) λαμβάνω νέαν θέσιν, ἀπέρχομαι εἴς τινα τόπον, ἀλλάσσειν Ἅιδα θαλάμους, Εὐρ. Ἑκ. 483 (ὅπου καὶ ἡ ἔννοια «ἀπέφυγε τὸν θάνατον μόνον ἵνα ἐμπέσῃ εἰς τὴν δουλείαν» προὐτάθη ὑπὸ τῶν ἑρμηνευτῶν), πόλιν ἐκ πόλεως, Πλάτ. Πολιτ. 289Ε· οὕτω παρ’ Ὁρατίῳ τὸ mutare, ᾨδ. 1. 17, 2, κτλ. IV. ἀπολ., ἔχω ληψοδοσίας εἴτε ὡς πωλητὴς εἴτε ὡς ἀγοραστής, κατὰ μέσ., πρός τινα, Πλάτ. Νόμ. 915Ε. 2) ἐπαμοιβαδόν, ἐναλλάξ, διαδέχομαι, σκῆπτρ’ ἀλλάσσων ἔχειν, ἐπαμοιβαδὸν βασιλεύειν, Εὐρ. Φοίν. 74, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 42C. - Παθ., ἀρεταὶ … ἀλλασσόμεναι, διαδεχόμεναι ἀλλήλας κατὰ σειράν, Πινδ. Ν. 11. 49· πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 25. 22. - Πρβλ. ὁλόκληρον τὸ ἄρθρον ἀμείβω.

French (Bailly abrégé)

f. ἀλλάξω, ao. ἤλλαξα, pf. inus.
Pass. f.2 ἀλλαγήσομαι, ao.2 ἠλλάγην ou ao. ἠλλάχθην, pf. ἤλλαγμαι;
I. changer, altérer;
II. échanger :
1 prendre en échange : ἀλλάξας ἐξ ἕδρας EUR le soleil ayant quitté sa station;
2 donner en échange : τι ἀντί τινος EUR ou τινός τι ESCHL donner une chose en échange d’une autre;
3 quitter, abandonner : οὐράνιον φῶς SOPH quitter la lumière céleste ; ἀλλάσσων εὐδαιμονίαν EUR (celui qui) quitte le bonheur;
Moy. ἀλλάσσομαι (f. ἀλλάξομαι, ao. ἠλλαξάμην) échanger pour soi :
1 prendre en échange : τί τινος, τί τινι, τι ἀντί τινος prendre une chose en échange d’une autre;
2 donner qch à soi en échange : τί τινος donner une chose en échange d’une autre.
Étymologie: ἄλλος.