χάρμα

From LSJ
Revision as of 14:37, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάρμα Medium diacritics: χάρμα Low diacritics: χάρμα Capitals: ΧΑΡΜΑ
Transliteration A: chárma Transliteration B: charma Transliteration C: charma Beta Code: xa/rma

English (LSJ)

ατος, τό, (χαίρω):    I in concrete sense, source of joy, delight, χ. γενέσθαι or ἔσσεσθαί τινι, Il.17.636, 23.342; χ. φίλοις Thgn.692; χ. μεῖζον ἐλπίδος κλύειν A.Ag.266, cf. S.Fr.636.1; μᾶζαν, ἣν . . Δηὼ βροτοῖσι χ. δωρεῖται Antiph.1; of victory in the games, ἄπονον ἔλαβον χ. Pi.O.10 (11).22; καλλίνικον χ. Id.I.5 (4). 54: freq. in pl., Od.6.185; μὴ γείτοσι χάρματα γήμῃς Hes.Op.701, cf. Max.87 (sg.); χάρματ' Ἐρινύος, χάρματα θηρῶν, E.Ph.1503, Supp.282 (both lyr.); χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, ἐμβαλεῖν χ. ἀνθρώποισι, Pi.O.2.99, 7.44; ἀντιδιδόναι A.Eu.984 (lyr.).    2 source of malignant joy, Il.3.51, 6.82, al.; λυπρά, χάρματα δ' ἐχθροῖς A.Pers.1034 (lyr.).    II in abstract sense, joy, delight, τὴν δ' ἅμα χ. καὶ ἄλγος ἕλε φρένα Od.19.471, cf. h.Cer.371, Hes.Sc.400.—Poet. and late Prose, Plu.Mar.46.

German (Pape)

[Seite 1339] ατος, τό, eine Freude, ein Vergnügen, ein Gegenstand, der Einem Freude od. Vergnügen macht, χάρμα τινί, Hom. im plur. Od. 6, 185; Hes. O. 703; ἄπονον χάρμα ἔλαβον Pind. Cl. 11, 73; καλλίνικον ἀγαπάζω I. 4, 61, u. öfter, u. Tragg., wie Aesch. Ag. 257; sp. D., βροτῶν χάρμα ῥόδον Anacr. 53, 51; – bes. auch Gegenstand der Schadenfreude, Il. 3, 51. 6, 82. 10, 193. 23, 342, wie λυπρά, χάρματα δ' ἐχθροῖς Aesch. Pers. 991; – übh. Freude, Vergnügen; Od. 19, 471; H. h. Cer. 372. 411; Hes. Sc. 400; Soph. frg. 563; Eur. Ggstz von γόος, Mel. 328; ὡς ἐπὶ χάρμασιν λέγω Phoen. 1549, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

χάρμα: τό, (√ΧΑΡ, χαίρω)· Ι. ὡς συγκεκριμένον, πηγὴ χαρᾶς, πρᾶγμα πρόξενον χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης, χαρά, χάρμα γενέσθαι ἢ ἔσεσθαί τινι Ἰλ. Ρ. 636, Ψ. 342· χ. φίλοις Θέογν. 692· ὡσαύτως χ. τινὸς Εὐρ. Φοίν. 1506, Ἱκ. 282· - χάρ. μεῖζον ἐλπίδος κλύειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 266, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 563· μᾶζαν, ἣν . . Δηὼ βροτοῖσι χάρμα δωρεῖται φίλον Ἀντιφάνης ἐν «Ἀγροίκῳ» 1· ἐπὶ νίκης ἐν τοῖς ἀγῶσιν, ἄπονον χ. ἔλαβον Πινδ. Ο. 10 (11) 26· καλλίνικον χ. ὁ αὐτ. ἐν Ι. 5 (4) 69· ― συχν. ἐν τῷ πληθ., Ὀδ. Ζ. 185, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 699, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1034, Εὐρ. : χάρματα τιθέναι, ἐμβάλλειν τινὶ Πινδ. Ο. 2. 179., 7. 80· ἀντιδιδόναι Αἰσχύλ. Εὐμ. 984. 2)ἐπὶ χαιρεκακίας, δυσμενέσιν μὲν χάρμα, κατηφείην δέ σοι αὐτῷ ; Ἰλ. Γ. 51, Ζ. 82, κ. ἀλλ.: λυπρά, χάρματα δ’ ἐχθροῖς Αἰσχύλ. Πέρσ. 1034· πρβλ. ἐπίχαρμα. ΙΙ. ὡς ἀφῃρημένον, χαρά, εὐφροσύνη, τέρψις, τὴν δ’ ἅμα χ. καὶ ἄλγος ἕλε φρένα Ὀδ. Τ. 471, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 372, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 400. - Ποιητ. λέξις.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 sujet de joie ; particul. sujet de joie maligne ou insolente;
2 joie, réjouissance, plaisir.
Étymologie: R. Χαρ, briller, d’où réjouir ; v. χαίρω.

English (Autenrieth)

ατος (χαίρω): concr., a thing of joy, Il. 14.325; esp., γίγνεσθαί τινι, be a source of malignant joy,’ Il. 3.51, Il. 6.82.

English (Slater)

χάρμα (ἡ)
   a joy of victory, success ἄλλαι δὲ δὔ ἐν Κορίνθου πύλαις ἐγένοντ' ἔπειτα χάρμαι (O. 9.86)
   b ]ς τε χάρμας (τὰς ἐπιδορατίδας Σ.) Δ. 3. 13.