εὐφημία
Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb
English (LSJ)
ἡ,
A use of words of good omen, opp. δυσφημία: I abstinence from inauspicious language, religious silence, εὐφημίαν ἴσχε, = εὐφήμει, S.Tr.178; εὐ. ἐσχηκέναι πρός τινα Pl.Lg.717c; εὐφημία στω, as a proclamation of silence before a prayer, Ar. Th.295, cf.Av.959; so εὐφημίαν . . κηρύξας ἔχω S.Fr.893; Ταλθύβιος . . εὐφημίαν ἀνεῖπε καὶ σιγὴν στρατῷ E.IA1564; μετ' εὐ. διδάσκειν Pl. Lg.949b; ἐν εὐ. χρὴ τελευτᾶν Id.Phd.117e; πρὸς εὐφημίαν τρεπέσθω Luc.Laps.17. II in positive sense, auspiciousness, λόγων εὐ. E.IA608, Aeschin.1.169; πᾶσαν εὐ. παρειχόμην D.Ep.2.19; esp. a fair or honourable name for a bad thing, euphemism (as Εὐμενίδες, εὐφρόνη, etc.), δι' εὐφημίας Pl.Lg.736a; εὐφημίας ἕνεκα Aeschin.3.92, cf. Plu.2.449a. 2 f.l. for εὐφωνία, Demetr.Eloc.175. III prayer and praise, worship, offered to the gods, E.IA1469; = εὐχή, Pl.Alc.2.149b; εὐξάμενον μετ' εὐφημίας Din.2.14: pl., Pi.P. 10.35. 2 honour, good repute enjoyed by men, Phld.Ind.Sto. 16,20; ἀθάνατος εὐ. D.S1.2; opp. δυσφημία, 2 Ep.Cor.6.8; ἀδιάλειπτος Plu.2.121e; ἡ ὕστερον εὐ. D.Chr.31.20; τὴν παρὰ πᾶσιν ἀγαθὴν εὐ.good repute, IG12(5).860.39 (Tenos, i B. C.); ἡ ἐκ τῶν ξένων εὐ. OGI 339.30 (Sestos, ii B. C.); panegyric, Jul.Or.3.106a, Lib.Or.62.3; ἡ εὐ. σου, as a form of address, PLond.3.891.9 (iv A. D.); αἱ εὐ. plaudits, acclamations in a local senate, POxy.2110.2 (iv A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐφημία: ἡ, ἡ χρῆσις λέξεων εὐοιώνων, ἀντίθετον τῷ δυσφημία. Ι. ἀποχὴ ἀπὸ γλώσσης δυσοιώνου, θρησκευτικὴ σιγή, εὐφημίαν ἴσχε = εὐφήμει Σοφ. Τρ. 178· σῷζε τὴν εὐφημίαν Σοφ. Ἀποσπ. 206· εὐφημία ’στω, εὐφημία ’στω, ὡς προκήρυξις ἐπιβάλλουσα σιγὴν πρὸ τῆς προσευχῆς, Ἀριστοφ. Ὄρν. 959. Θεσμ. 295· οὕτως, εὐφημίαν... κηρύξας ἔχω Σοφ. Ἀποσπ. 764· Ταλθύβιος… εὐφημίαν ἀνεῖπε Εὐρ. Ι. Α. 1564· μετ’ εὐφημίας διδάσκειν Πλάτ. Νομ. 949Β· ἐν εὐφημίᾳ δεῖ τελευτᾶν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 117D· πρὸς εὐφημίαν τρεπέσθω, felix faustumque sit, Λουκ. ὑπὲρ τοῦ ἐν πρ. Πταίσμ. 17. ΙΙ. ἐπὶ θετικῆς ἐννοίας, λόγων εὐφημίαν, τὸ εὔφημον τῶν λόγων, Εὐρ. Ι.Α. 608· διὰ τὴν τῶν λόγων εὐφημίαν, «διὰ τοὺς καλοὺς καὶ εὐνοϊκοὺς πρὸς τὴν πόλιν λόγους» (Δούκ.), Αἰσχίν. 1. 169· πᾶσαν εὐφ. παρειχόμην Δημ. 1472. 5· εὐφ. ἔχειν πρός τινα Πλάτ. Νόμ. 717C· ἰδίως, ὄνομα καλὸν καὶ ἔντιμον διὰ κακὸν πρᾶγμα, εὐφημισμὸς (ὡς, Εὐμενίδες, εὐφρόνη, κτλ.), δι’ εὐφημίαν αὐτόθι 736Α· εὐφημίας ἕνεκα Αἰσχίν. 66, ἐν τέλει· πρβλ. Πλούτ. 2. 449Α. 2) = εὐφωνία, Δημήτρ. π. Ἑρμηνείας 175 (ἐν Ρήτορσι Walz τ. 9. σ. 79), πρβλ. εὐφημίζω ΙΙ. ΙΙΙ. προσευχὴ καὶ αἶνος, λατρεία, τιμή, Εὐρ. Ι. Α. 1470, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 249Β, Δείναρχ. 106. 38· ἀθάνατος εὐφ. Διόδ. 1. 2· αεἰμνηστος Πλούτ. 2. 121Α· ἡ ὕστερον εὐφ. Δίων Χρ. Ι. 571· τὴν παρὰ πᾶσιν ἀγαθὴν εὐφημίαν, καλὴν φήμην, Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 39· -καὶ ἐν τῷ πληθ., ὕμνοι πρὸς αἶνον, ἔπαινοι, Πινδ. Π. 10. 54. - Ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 206, ἀντὶ σῷζε τὴν εὐφημίαν, ἀνάγνωθι εὐθυμίαν.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. parole de bon augure ; p. suite :
1 action d’éviter des paroles de mauvais augure ; silence religieux;
2 euphémisme, càd emploi d’un mot favorable au lieu d’un mot de mauvais augure (p. ex. Εὐμενίδες, Εὔξεινος);
II. parole bienveillante :
1 bienveillance de langage;
2 louange, acclamation.
Étymologie: εὔφημος.
English (Strong)
from εὔφημος; good language ("euphemy"), i.e. praise (repute): good report.