νουθετέω

From LSJ
Revision as of 18:11, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουθετέω Medium diacritics: νουθετέω Low diacritics: νουθετέω Capitals: ΝΟΥΘΕΤΕΩ
Transliteration A: nouthetéō Transliteration B: noutheteō Transliteration C: noutheteo Beta Code: nouqete/w

English (LSJ)

(τίθημι)

   A put in mind : hence, admonish, warn, re- buke, c. acc. pers., Hdt.2.173 ; παραινεῖν ν. τε τὸν κακῶς πράσσοντα A. Pr.266 ; οὐδὲ νουθετεῖν ἔξεστί σε S.El.595 ; κᾆτα νουθετεῖς ἐμέ Id.Ph. 1283 ; Ἔρωτα Lyr.Alex.Adesp. 8 (a) : c. acc. rei, ν. τάδε S.El.1025, cf.Ar.V.732 (lyr.) ; advise concerning, μηχανήματα E.HF855 (troch.): c. dupl. acc., τοιαῦτ' ἄνολβον ἄνδρ' ἐνουθέτει S.Aj.1156 ; ἅπερ με νουθετεῖς E.Supp.337, cf. Or.299 ; ν. τινὰ ὡς . . X.Cyr.8.2.15 :—Pass., S. OC1193, E.Med.29, etc. ; πρὶν ὑπὸ σοῦ ταῦτα νουθετηθῆναι Pl.Hp.Ma. 301c.    2 metaph., chastise, ν. τινὰ κονδύλοις, πληγαῖς, Ar.V.254, Pl.Lg.879d :—Pass., coupled with κολάζεσθαι, Id.Grg.478e.

Greek (Liddell-Scott)

νουθετέω: (τίθημι) ἐν τῷ νῷ τίθημι, θέτω εἰς τὸν νοῦν τινος, ἐφιστῶ τὴν προσοχὴν αὐτοῦ εἴς τι, ὄθεν, συμβουλεύω, προτρέπω, μετ’ αἰτ. προσ., Ἡρόδ. 2. 173· παραινεῖν, νουθετεῖν τε τοὺς κακῶς πράσσοντας Αἰσχύλ. Πρ. 264· οὐδὲ νουθετεῖν ἔξεστί σε Σοφ. Ἠλ. 595· κᾆτα νουθετεῖς ἐμέ; ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1283· - μετ’ αἰτ. πράγματ., ν. τάδε αὐτόθι 1025, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 732· - μετὰ διπλῆς αἰτ., τοιαῦτ’ ἄνολβον ἄνδρ’ ἐνουθέτει Σοφ. Αἴ. 1156· ἅπερ με νουθετεῖς Ευρ. Ἱκέτ. 338, πρβλ. Ὀρ. 299· ν. τινα ὡς ..., Ξεν. Κύρ. 8. 2, 15· - Παθ., νουθετούμενος Σοφ. Ο. Κ. 1193, Εὐρ. Μήδ. 29, κτλ.· πρὶν ὑπὸ σοῦ ταῦτα νουθετηθῆναι Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 301C. 2) μεταφορ., ν. τινα κονδύλοις, πληγαῖς Ἀριστοφ. Σφ. 254, Πλάτ. Νόμ. 899D· ἐντεῦθεν συνημμένον μετὰ τοῦ κολλάζειν, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 479Α.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. mettre dans l’esprit :
1 remettre en mémoire, faire ressouvenir, rappeler : τι qch ; τινα avertir qqn ; τινά τι rappeler qch à qqn ; ὡς XÉN rappeler que, etc.
2 avertir, réprimander, faire la leçon;
II. calmer : τινα ἐπῳδαῖς SOPH apaiser qqn par des chants.
Étymologie: νοῦς, τίθημι.

English (Strong)

from the same as νουθεσία; to put in mind, i.e. (by implication) to caution or reprove gently: admonish, warn.

English (Thayer)

νουθετῶ; (νουθετης, and this from νοῦς and τίθημι; hence, properly, equivalent to ἐν τῷ νώ τίθημι, literally, 'put in mind', German an das Herz legen); to admonish, warn, exhort: τινα, Aristophanes, Xenophon, Plato, others.)