Λοξίας
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
English (LSJ)
-ου, Ion. Λοξίης, εω, ὁ, epithet of Apollo, B.12.148, Hdt.1.91, A.Eu.19,al., S.OT410, Ar.Eq.1047, Pl.8, etc.; expld. because the Sun traverses the ecliptic (cf. II), Cleanth.Stoic.1.123; or from Apollo's 'crooked', i.e. ambiguous, oracles (cf.
A λοξός 3), Corn.ND 32, etc.
II (λοξός) the zodiac or ecliptic, from its obliquity to the equator, Anon.Intr.Arat.p.96 M.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
propr. « l'Oblique », surnom d'Apollon à cause du sens équivoque de ses oracles ou de la marche oblique du soleil.
Étymologie: λοξός.
Russian (Dvoretsky)
Λοξίᾱς: ου, ион. εω ὁ Локсий, «Извилистый», т. е. Запутанный в своих вещаниях (эпитет Аполлона) Aesch., Soph. etc.
Greek (Liddell-Scott)
Λοξίας: Ἰων. -ίης, εω, ου, ὁ, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἡρόδ. 1. 91 καὶ Τραγ. - Κατὰ τύπον προφανῶς παράγεται ἐκ τοῦ λοξὸς καὶ ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ ἐπιθέτου τούτου εἰς τοὺς χρησμοὺς τοῦ Ἀπόλλωνος (ἴδε λοξὸς 3) φαίνεται δεικνύουσα ὅτι ἡ ἐτυμολογία αὕτη ἦτο δεκτή. Ἀλλὰ παρὰ τοῖς Τραγ. εἶναι ἀείποτε ἐπίθετ. τιμητικὸν (Διὸς προφήτης ἔστι Λοξίας πατρὸς Αἰσχύλ. Εὐμ. 19, πρβλ. Θήβ. 618, Χο. 269, 952, 1039, Σοφ. Ο. Τ. 410, κτλ.)· καὶ ἡ χρῆσις παρομοίου ἐπιθέτου, Λοξώ, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος ἐν Καλλ. εἰς Δῆλ. 292 ἀντίκειται εἰς τὴν σημασίαν ταύτην τῆς λέξεως. Διὰ ταῦτα ὁ O. Müller προτείνει τὴν παραγωγὴν αὐτῆς ἐκ τοῦ λέγω, λόγος. ΙΙ. ὁ ζῳδιακὸς κύκλος ἢ ἡ ἐκλειπτική, ὡς ἐκ τῆς πλαγιότητος πρὸς τὸν ἰσημερινόν, Ἀχιλλ. Τατ. Εἰσαγ. εἰς Ἄρατ. σ. 169, πρβλ. Οἰνοπίδην παρὰ Μακροβ. 1. 17, 31.
English (Slater)
Λοξίας title of Apollo.
1 ναοῦ βασιλεὺς Λοξίας (P. 3.28) θησαυρόν, ὃν περίαλλ' ἐτίμασε Λοξίας (P. 11.5) ἄμμι δ' ὦ χρυσέᾳ κόμᾳ θάλλων, πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον (I. 7.49) μοι ἀγῶνα Λοξίᾳ καταβάντ' εὐρὺν ἐν θεῶν ξενίᾳ (Λοξία G-H.) (Pae. 6.60) ὁ [Λοξ]ίας πρό]φρων ἀθανάταν χάριν Θήβαις ἐπιμείξων Παρθ. 2. 3.
Greek Monolingual
Λοξίας, ιων. τ. Λοξίης, ὁ (Α) λοξός
1. προσωνυμία του Απόλλωνος
2. ο ζωδιακός κύκλος ή η εκλειπτική λόγω της λοξότητας προς τον ισημερινό.
Greek Monotonic
Λοξίας: Ιων. Λοξίης, -εω, -ου, ὁ, επίθ. του Απόλλωνα, σε Ηρόδ., Τραγ.· προέλ., είτε από το λοξός είτε από το λέγω, λόγος.
Middle Liddell
epithet of Apollo, Hdt., Trag.;—either from λοξός, the ambiguous, or from λέγω, λόγος, the speaker.