άριστος

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄριστος, -η, -ον)
1. (για πράγματα) ο καλύτερος στο είδος του, ο εξαιρετικής ποιότητας
2. (για πρόσωπα) αυτός που κατάγεται από ευγενείς, που ανήκει στην τάξη των ευγενών
3. ο αρχηγός
4. ο ηθικά καλύτερος
5. ο καλύτερος σε κάθε τι
6. (για ζώα) ο υπέροχος
7. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) άριστα
πάρα πολύ καλά, εξαιρετικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. είναι συγγενής με το προθεματικό άρι- και το ουσιαστικό αρετή, ενώ αβέβαιη θεωρείται η σχέση του με τα αραρίσκω ή άρνυμαι. Στην Ιωνική-Αττική αποτελεί τον συνήθη υπερθετικό του επιθέτου αγαθός (πρβλ. συγκριτικός αρείων). Η λ. άριστος χρησιμοποιείται ευρύτατα ήδη στον Όμηρο, με αρχική σημασία «ο ισχυρότερος, ο ευγενέστερος στην καταγωγή», ενώ αργότερα αποκτά την έννοια «ο καλύτερος» και χαρακτηρίζει πρόσωπα ή πράγματα.
ΠΑΡ. αριστερός, αριστεύω, αριστίνδην.
ΣΥΝΘ. αριστοκρατία, αριστολόχεια, αριστοτέχνης
αρχ.
αρισθάρματος, αρίσταρχος, αριστόβουλος, αριστογόνος, αριστόδικος, αριστοεπής, αριστόκαρπος, αριστόμαντις, αριστόμαχος, αριστοπάτρα, αριστοπόνος, αριστοτόκος, αριστόχειρ, αριστώδιν
αρχ.-μσν.
αριστόνικος
μσν.
αριστόλοχος, αριστοπραξία, αριστουργός
νεοελλ.
αριστούχος. Απαντούν ακόμη τα ανθρωπωνύμια: Αριστάγγελος, Αρισταγόρας, Αρισταίνετος, Αρίσταινος, Αρισταίος, Αρίσταιχμος, Αριστάναξ, Αρίστανδρος, Αρίσταρχος, Αριστέας, Αριστείδης, Αριστεύς, Αριστίας, Αρίστιππος, Αριστίων, Αριστόβουλος, Αριστογείτων, Αριστογένης, Αριστόδημος, Αριστόδικος, Αριστόδωρος, Αριστοκλείδης, Αριστοκλής, Αριστοκράτης, Αριστόκριτος, Αριστόλαος, Αριστολέων, Αριστόλοχος, Αριστόμαχος, Αριστομέδης, Αριστομέδων, Αριστομένης, Αριστομήδης, Αριστόνικος, Αριστόνομος, Αριστόνους, Αριστόξενος, Αριστοτέλης, Αριστότιμος, Αριστοφάνης, Αριστοφών, Αρίστων, Αριστώνυμος].