βαρυσίδηρος
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
English (LSJ)
[ῐ], ον, heavy with iron, Plu.Aem.18.
Spanish (DGE)
-ον
de hierro pesado ὀρθὰς δὲ ῥομφαίας βαρυσιδήρους ... ἐπισείοντες blandiendo mandobles de hierro pesados y rectos PIu.Aem.18.
German (Pape)
[Seite 435] ῥομφαία, schwer von Eisen, Plut. Aemil. 18.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'un fer pesant ou d'un acier pesant (épée).
Étymologie: βαρύς, σίδηρος.
Russian (Dvoretsky)
βαρυσίδηρος: из тяжелого железа, тяжеловесный (ῥομφαία Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠσίδηρος: [ῐ], -ον, βαρὺς ἐκ τοῦ σιδήρου, ῥομφαία, Πλούτ. Αἰμιλ. 18.
Greek Monolingual
βαρυσίδηρος, -ον (AM)
βαρύς από το πολύ σίδερο.
Greek Monotonic
βᾰρῠσίδηρος: [ῐ], -ον, βαρύς από σίδηρο, σε Πλούτ.