βγαίνω

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88

Greek Monolingual

(εύχρ. ως μέσ. τ. του βγάζω)
1. εξέρχομαι
2. πραγματοποιούμαι, επαληθεύομαι («βγήκε αληθινό»)
3. αναβλύζω, εκπηγάζω
4. κοινολογούμαι, κυκλοφορώ («βγήκε η φήμη ότι...», «βγήκε η εφημερίδα»)
5. (για τον ήλιο, τη σελήνη κ.λπ.) ανατέλλω
6. προκύπτω ως συμπέρασμα («δεν βγαίνει τίποτε απ' τα λόγια του»)
7. εξάγεται ως κέρδος («τί βγαίνει με τις κλάψες;»)
8. ενεργούμαι, αποπατώ
9. φρ. α) «βγαίνω απ' τ' αβγό» — μεγαλώνω, γίνομαι ώριμος β) «βγαίνω απ' τα όρια» ή «...απ' τον δρόμο του Θεού» — παρεκτρέπομαι
γ) «βγαίνω απ' τα ρούχα μου» — εξοργίζομαι
δ) «βγαίνω ασπροπρόσωπος» — επιτυγχάνω σε δοκιμασία
ε) «βγαίνω νικητής» — νικώ, επικρατώ, επιτυγχάνω
στ) «βγαίνω στη γύρα» — περιοδεύω, κάνω επισκέψεις (ή ζητώ επίμονα κάτι, κυρίως δανεικά)
9. παροιμ. «κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά τ' όνομα» — η καλή φήμη των ανθρώπων, η υπόληψη, αυτά είναι ανώτερο και από την σωματική τους αρτιμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. βγαίνω < μσν. εβγαίνω (με σίγηση του αρκτικού άτονου -ε-) < εγβαίνω (με αντιμεταχώρηση φθόγγων) < αρχ. εκβαίνω (με αφομοιωτική τροπή του κ σε γ προ του β)].