βριμόομαι

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρῑμόομαι Medium diacritics: βριμόομαι Low diacritics: βριμόομαι Capitals: ΒΡΙΜΟΟΜΑΙ
Transliteration A: brimóomai Transliteration B: brimoomai Transliteration C: vrimoomai Beta Code: brimo/omai

English (LSJ)

= βριμάομαι, ἐβριμοῦτο τῷ Κύρῳ was indignant with Cyrus, X.Cyr.4.5.9 (expld. by ἀπειλεῖ Ael.Dion.Fr.95): abs., Ph.1.681.

Spanish (DGE)

(βρῑμόομαι) 1 indignarse, enfadarse κατὰ μὲν βριμούμενοι Corinn.22(b), c. dat. ἐβριμοῦτό τε τῷ Κύρῳ X.Cyr.4.5.9, cf. Ph.1.681, Hsch.
2 amenazar, asustar Ael.Dion.β 18, Paus.Gr.β 21.

German (Pape)

[Seite 464] vor Zorn schnauben. in heftigen Zorn geraten, τινί Xen. Cyr. 4, 5, 9; B. A. 30 ὑπὸ ὀργῆς βαρύνεσθαι.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
seul. impf. 3ᵉ sg. ἐβριμοῦτο;
gronder de colère contre, τινι.
Étymologie: βρίμη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βριμόομαι [βρι- ‘zwaar’, ‘krachtig’] tekeergaan, met dat. tegen.

Russian (Dvoretsky)

βρῑμόομαι: быть в страшном гневе, сильно сердиться (τινι Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

βρῑμόομαι: ἴδε ἐν λ. βριμάομαι.

Greek Monotonic

βρῑμόομαι: = βρῑμάομαι, σε Ξεν.

Mantoulidis Etymological

βριμοῦμαι καί βριμάομαι, βριμῶμαι (=εἶμαι γεμάτος ὀργή). Ἀπό τή λέξη βρίμη (=δύναμη, ὄγκος, ἀπειλή). Εἶναι λέξη φτιαγμένη ἀπό τόν ἦχο.
Παράγωγα: ἐμβρίμημα καί ἐμβρίμησις (=ἀγανάκτηση), βριμώδης (=αὐστηρός), βρίμωσις (=ἀγανάκτηση).