διαπομπή
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
English (LSJ)
ἡ, interchange of messages, negotiation, πρὸς τὰς πόλεις Th.6.41 (pl.); φίλων, ἐραστῶν, App.BC5.71, POxy.471.61 (pl.): sg., App.Hisp.91.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 misión, envío de emisarios πρὸς τὰς πόλεις Th.6.41, entre Pompeyo y Octavio διαπομπαὶ ... τῶν φίλων App.BC 5.71
•envío de recados amorosos a un muchacho διαπομπὰς ἀναισχύντου<ς> ἐραστῶν A.Al.7A.61.
2 envío, transmisión de cosas, gener. por mediación de alguien παρεκόμισα ... ἐκ διαπομπῆς τοῦ στρατηγοῦ εἰ[ς] χρείας λεγεῶνος ... λώδικας transporté para uso de la legión (tantas) mantas enviadas por el estratego, POxy.2760.8 (II d.C.), ἄλλης κομισθ(είσης) (ἐπιστολῆς) ἀπὸ διαπομπῆς στρατηγοῦ PBeatty Panop.2.32, cf. 27, 43 (III d.C.), Charito 4.4.5, κοιλίῃ ἐς τροφῆς διαπομπὴν ... διακονέεται ayudan al intestino en la transmisión del alimento Aret.SA 1.9.3
•envío, transporte δ. μηνιαίων καὶ ἐπιστολῶν transporte de informes mensuales y de correspondencia responsabilidad de un ἐπιστολαφόρος POxy.3095.13 (III d.C.), ἀπὸ διαπομπῆς ὀθο(νίων) διὰ Τιβερί(ου) ναυτικ(οῦ) PIand.151.18 (III d.C.)
•envío, distribución οἴνου διαπομπὰς ἐποιήσατο πάσῃ τύχῃ καὶ ἡλικίᾳ τῶν ἑορταζόντων IStratonikeia 266.12 (Panamara III d.C.).
German (Pape)
[Seite 596] ἡ, das Hinüberschicken, Entlassen, App. B. C. 5, 71. – Gesandtschaft, πρός τινα, Thuc. 6, 41.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
échange de messagers ou de messages, négociation par délégués.
Étymologie: διαπέμπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-πομπή -ῆς, ἡ uitzending van gezantschap.
Russian (Dvoretsky)
διαπομπή: ἡ рассылка послов (πρὸς τὰς πόλεις Thuc.).
Greek Monotonic
διαπομπή: ἡ (διαπέμπω), αποστολή εδώ και εκεί, εναλλαγή μηνυμάτων, πρεσβεία, διαπραγμάτευση, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
διαπομπή: ή, τὸ ἀποστέλλειν κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, ἀνταλλαγὴ ἀγγελιῶν, διαπραγμάτευσις, πρὸς τὰς πόλεις Θουκ. 6. 41. ΙΙ. ἀπόλυσις, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 71.
Middle Liddell
διαπομπή, ἡ, n διαπέμπω
a sending to and fro, interchange of messages, negotiation, Thuc.