διαψήφισις
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
διαψηφίσεως, ἡ, voting by ballot, Pl.Lg.855d; especially of a vote on claims to registration of citizens, Aeschin.1.77, D.57.26 (pl.); προτιθέναι τὴν διαψήφισιν X. HG1.7.14; ῥᾳδίαν τὴν διαψήφισιν ποιεῖν, of a criminal confessing his guilt, Lys.12.34.
Spanish (DGE)
διαψηφίσεως, ἡ
1 votación Pl.Lg.855d, 956e, 958b, προθήσειν τὴν διαψήφισιν X.HG 1.7.14, περὶ αὑτοῦ Lys.12.34, cf. D.57.9, D.C.36.30.2, αἱ τοῦ δήμου διαψηφίσεις D.C.38.13.4, διαψήφισιν προθήσειν ... περὶ τοῦ νόμου App.BC 1.12.
2 revisión del censo de los ciudadanos γεγόνασι διαψηφίσεις ἐν τοῖς δήμοις Aeschin.1.77, cf. 86, 2.182, D.57.26, Hsch., Lib.Decl.16.29.
3 cuenta, acción de contar o calcular, cálculo Didym.in Eccl.348.27.
German (Pape)
[Seite 614] ἡ, das Durchstimmen, Abstimmen, Plat. Legg. IX, 855 d; Lys. 12, 34; Aesch. 1, 86 ff; προτιθέναι τὴν διαψήφισιν, abstimmen lassen, Xen. Hell. 1, 7, 14.
French (Bailly abrégé)
διαψηφίσεως (ἡ) :
action d'apporter chacun son vote ; vote.
Étymologie: διαψηφίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
διαψήφῐσις: διαψηφίσεως ἡ подача голосов, голосование Lys., Xen., Plat., Aeschin., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
διαψήφισις: διαψηφίσεως, ἡ, ἀπόφασις διὰ ψήφου, ψήφισις, Πλάτ. Νόμ. 855D, Αἰσχίν. 11. 21· τὴν διαψήφ ῥᾳδιαν ποιεῖν Λυσ. 123. 18· προτιθέναι τὴν δ. Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 14.
Greek Monotonic
διαψήφισις: διαψηφίσεως, ἡ, ψηφοφορία μέσω σιδερένιων σφαιριδίων, σε Ξεν.
Middle Liddell
διαψήφισις, διαψηφίσεως n [from διαψηφίζομαι
a voting by ballot, Xen.
English (Woodhouse)
decision, decision by voting, judgment, voting
Translations
voting
Afrikaans: stemming; Arabic: تَصْوِيت; Azerbaijani: səsvermə; Belarusian: галасаванне; Bengali: ইন্তেখাব; Bulgarian: гласуване; Catalan: votació; Chinese Mandarin: 投票; Czech: hlasování; Finnish: äänestys, äänestäminen; French: votation; Galician: votación; Georgian: ხმის მიცემა; German: Abstimmung; Greek: ψήφιση; Ancient Greek: διαφορά, διαψήφισις, διαψηφισμός, ἐπιχειροτονία, χειροτονία, ψάφιξξις, ψαφοφορία, ψήφισις, ψηφοφορία; Italian: votazione; Japanese: 投票; Korean: 투표; Macedonian: гласање; Navajo: iʼiiʼnííł; Norman: vot'tie; Polish: głosowanie; Portuguese: votação; Russian: голосование; Serbo-Croatian Cyrillic: гла̀са̄ње; Roman: glàsānje; Slovak: hlasovanie; Slovene: glasovanje; Spanish: votación; Swahili: upigaji kura; Ukrainian: голосування