εὐάμπελος
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
English (LSJ)
εὐάμπελον, with fine vines, E.Fr.530.3, Str.3.3.1, al.: epithet of Dionysus, AP9.524.6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux belles vignes.
Étymologie: εὖ, ἄμπελος.
German (Pape)
mit schönen Weinstöcken, Strab. III p. 152 und öfter. Beiwort des Dionysos (IX.524.6).
Russian (Dvoretsky)
εὐάμπελος: увитый прекрасными виноградными гроздьями (эпитет Диониса) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
εὐάμπελος: -ον, ἔχων ὡραίας ἀμπέλους, Στράβ. 152, 247, 269: - ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 9. 524.
Greek Monolingual
εὐάμπελος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραία αμπέλια («Σαλαμῖνα τὴν εὐάμπελον», Στράβ.)
2. αυτός που είναι κατάλληλος για ωραία αμπέλια
3. επίθ. του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άμπελος].
Greek Monotonic
εὐάμπελος: -ον, αυτός που έχει ωραία αμπέλια, σε Ανθ.
Middle Liddell
εὐ-άμπελος, ον
with fine vines, Anth.