Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐστροφία

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐστροφία Medium diacritics: εὐστροφία Low diacritics: ευστροφία Capitals: ΕΥΣΤΡΟΦΙΑ
Transliteration A: eustrophía Transliteration B: eustrophia Transliteration C: efstrofia Beta Code: eu)strofi/a

English (LSJ)

ἡ, suppleness, versatility, flexibility, ἔν τινι Chrysipp.Stoic.3.178, cf. Porph.Abst.3.23; τὸ μετ' εὐστροφίας ὀξὺ πρὸς τὰς ἀπαντήσεις Plu. 2.510f, cf. 975a, LXX Pr.14.35.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
facilité à se tourner en tous sens, flexibilité, souplesse.
Étymologie: εὔστροφος.

German (Pape)

ἡ, Biegsamkeit, Lenksamkeit, Gewandtheit, ἡ ἐν τούτοις εὐστρ. Chrysipp. bei Ath. I.18b; Plut. öfter, τὸ μετ' εὐστροφίας ὀξὺ πρὸς τὰς ἀπαντήσεις, Gewandtheit im schnellen Antworten, garrulit. 17.

Russian (Dvoretsky)

εὐστροφία:гибкость, изворотливость (πρὸς τὰς ἀπαντήσεις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐστροφία: ἡ, εὐκολία εἰς τὸ στρέφεσθαι, εὐκινησία, ἐπιτηδειότης, ἔν τινι Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 18Β· εὔστρ. πρὸς τὰς ἀπαντήσεις Πλούτ. 2. 510F, πρβλ. 975Α.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐστροφία) εύστροφος
1. ευκολία στο να στρέφεται και να κάμπτεται κάποιος, ευκαμψία, ευλυγισία (α. «εὐστροφία τῶν χειρῶν», Γρηγ. Νύσσ.
β. «ευστροφία χορεύτριας»)
2. (για πνευματικές ιδιότητες) ετοιμότητα, οξύνοια («τὸ μετ' εὐστροφίας ὀξὺ πρὸς τὰς ἀπαντήσεις», Πλούτ.)
νεοελλ.
η επιδεξιότητα στροφής από το ένα ζήτημα στο άλλο, η γρηγοράδα στη σκέψη
μσν.
προς το καλύτερο, βελτίωση.

Translations

flexibility

Albanian: epshmëri; Arabic: مُرُونة; Armenian: ճկունություն; Catalan: flexibilitat; Czech: ohebnost; Danish: bøjelighed, fleksibilitet, smidighed; Esperanto: fleksebleco; Finnish: joustavuus; French: souplesse, flexibilité; Galician: flexibilidade; Georgian: მოქნილობა, დრეკადობა; German: Flexibilität; Greek: ευελιξία, ευκαμψία; Ancient Greek: εὐκάμπεια, εὐκαμψία, εὐστροφία, ὑγρότας, ὑγρότης; Hebrew: גְּמִישׁוּת; Italian: flessibilità; Japanese: 柔軟性, 可撓性, フレキシビリティ; Kurdish Northern Kurdish: çemînbarî; Latin: flexibilitas; Manx: so-lhoobaght, so-vioraght; Maori: ngohengohenga; Norwegian Bokmål: fleksibilitet, bøyelighet; Nynorsk: fleksibilitet; Polish: elastyczność; Portuguese: flexibilidade; Romanian: flexibilitate; Russian: гибкость; Slovak: flexibilita; Spanish: flexibilidad; Swedish: flexibilitet; Tagalog: pagkahutukin; Thai: ความยืดหยุ่น; Turkish: esneklik, elastikiyet