κεραμίς
English (LSJ)
ίδος [ῐ], ἡ, Diph.84, Ion. and later -ῖδος Emp. ap. Arist.EE1235a12, MM1208b11, cf. Hdn.Gr.2.18: (κέραμος):—
A roof-tile, Ar.V.206, Th.3.22, Inscr.Délos 366.21, al. (iii B.C.), etc.; κ. ἀγελαῖαι common tiles, IG22.1672.209; Κορίνθιαι ib. 71; collectively, tiling, Arist.Ph.246a27, cf. ll.cc.; prop. of clay, but also of marble, IG22.1666B21, 25; κ. ἀργυραῖ Plb. 10.27.10; κ. μολυβῆ Ath.14.621a, cf. Moschioib.5.207a.
2 = κεράμιον, PLond.3.1177.158 (ii A.D.), PIand.12.3 (iii/iv A.D.).
II as adjective, γῆ κ. potter's earth, clay, Pl.Criti.111c, Lg.844b; ὦ γαῖα κεραμί Eub.43.
German (Pape)
[Seite 1420] ίδος, ἡ, ion. ῖδος (Drac. 45, 25; vgl. Nonn. 16, 162), das aus Töpfererde, Thon Gemachte; – a) Dachziegel; Ar. Vesp. 206; κατέβαλε ἀπὸ τῶν ἐπάλξεων κεραμίδα Thuc. 3, 22; Xen. Hell. 6, 5, 9; auch ἀργυραῖ, Pol. 10, 27, 10; ταῖς ἐκ μολίβου ποιηθείσαις κεραμίσιν bei Ath. V, 207 a; vgl. D. Sic. 12, 41. – b) Gefäß; Ath. XIV, 621 a auch εἰς μολυβδίνην κεραμίδα ἐμβαλὼν κατεπόντωσε. – c) Mit u. ohne γῆ, Töpfererde, -thon; Plat. Critia. 111 d; ὦ γαῖα κεραμί Araros bei Ath. XI, 471 e.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
tuile.
Étymologie: κέραμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεραμίς -ίδος, ἡ [κέραμος] dakpan. adj. pottenbakkers-:. τῇ κεραμίδι... γῇ met pottenbakkersaarde Plat. Criti. 111d.
Russian (Dvoretsky)
κεραμίς: ίδος (ῐδ) adj. f гончарная (γῆ Plat.).
ίδος ἡ
1) черепица Thuc., Polyb.;
2) черепичная кровля Arst.;
3) (sc. γῆ) горшечная глина Plat.
Greek Monolingual
η (Α κεραμίς, -ίδος και ῖδος) κέραμος
νεοελλ.
αρχιτ. «κεραμίς ηγεμών» ή «κέραμος ηγεμών» — κέραμος της στέγης που βρίσκεται ορθή πάνω στο γείσο, αλλ. ηγεμόνας
αρχ.
1. καθετί που έχει κατασκευαστεί από κεραμίτιδα γη, δηλ. από πηλό, όπως λ.χ. το κεραμίδι («ἀναβάντες ἐπὶ τὸν νεὼν καὶ τὴν ὀροφὴν διελόντες ἔπαιον ταῖς κεραμίσιν», Ξεν.)
2. (περιληπτικά) η στέγη που έχει καλυφθεί με κεραμίδια («εἰ τήν τελείωσιν της οικίας τὸν θριγκὸν ἢ τὴν κεραμίδα φήσομεν ἀλλοίωσιν εἶναι», Αριστοτ.)
3. αγγείο από κέραμο ή άλλη ύλη
4. φρ. ως επίθ. «κεραμὶς γῆ» — κεραμιδόχωμα, κεραμευτικός πηλός («ὀρυττέτω μὲν ἐν τῷ χωρίῳ μέχρι τῆς κεραμίδος γῆς», (Πλούτ.).
Greek Monotonic
κερᾰμίς: -ίδος, ἡ[ῐ] και -ῖδος (κέραμος), κεραμίδι ή πλακάκι μαρκίζας, σε Αριστοφ., Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾰμίς: -ίδος, ῐ, ἡ, ἐν τῇ κοινῇ διαλέκτῳ -ῖδος, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 7. 1, 6, π. Μνήμ. 2. 11, 2, Νόνν. Δ. 16. 162, Δράκων 45. 24· (κέραμος). «Κεραμίδι», οὗ χρῆσιν ποιούμεθα πρὸς κάλυψιν τῆς στέγης, Ἐπιγράμμ. Ὁμ. 14, Ἀριστοφ. Σφ. 206, Θουκ. 3. 22, κτλ.· περιληπτικῶς, ἡ στέγη, «τὰ κεραμίδια», Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 17, πρβλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― κυρίως ἐκ πηλοῦ, ἀλλ’ ὡσαύτως, κ. ἀργυραῖ Πολύβ. 10. 27, 10· κ. μολυβῆ Ἀθήν. 621Α, πρβλ. 207Α. ΙΙ. = κεράμιον 2, ὃ ἴδε. ΙΙΙ. ὡς ἐπίθετ., γῆ κ., ὁ κεραμευτικὸς πηλός, Πλάτ. Κριτί. 111C· ὦ γαῖα κεραμὶ Εὔβουλ. ἐν «Καμπυλίωνι» 2· ἡ κεραμὶς (ἄνευ τοῦ γῆ) Πλάτ. Νόμ. 844Β.
Middle Liddell
κερᾰμίς, ίδος κέραμος
a roof-tile or coping tile, Ar., Thuc.