μάρκα

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

η
1. τα αρχικά γράμματα κύριου ονόματος ή άλλη συμβολική παράσταση κεντημένη ή χαραγμένη ή τυπωμένη πάνω σε ένα αντικείμενο, για την αναγνώριση του κατόχου του ή του εργοστασίου ή του καταστήματος από το οποίο προέρχεται, στάμπα, σήμα
2. κέρμα από μέταλλο ή κόκαλο ή πλαστικό που αντιπροσωπεύει μια συμβατική χρηματική αξία και χρησιμοποιείται για διευκόλυνση τών συναλλαγών σε καφενεία, εστιατόρια ή και χαρτοπαικτικές λέσχες
3. μτφ. άνθρωπος έξυπνος και έμπειρος, τετραπέρατος ή πονηρός, πανούργος («ο φίλος σου είναι μεγάλη μάρκα»)
4. φρ. «μάρκα μέ έκαψες»
(για αντικ. ή πρόσ.) κατώτερης ποιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. marca < γοτθ. marka «σύνορο, όριο»].