μενέκτυπος

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μενέκτῠπος Medium diacritics: μενέκτυπος Low diacritics: μενέκτυπος Capitals: ΜΕΝΕΚΤΥΠΟΣ
Transliteration A: menéktypos Transliteration B: menektypos Transliteration C: menektypos Beta Code: mene/ktupos

English (LSJ)

μενέκτυπον, steadfast in the battle-din, B.16.1, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 132] = μενέδουπος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μενέκτῠπος: -ον, «ὁ μὴ ψοφοδεὴς» Ἡσύχ., μενέκτυπον Θησέα Βακχυλ. XVI [XVII], 1.

Greek Monolingual

μενέκτυπος, -ον (Α)
αυτός που υπομένει καρτερικά τον θόρυβο της μάχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε- (βλ. μένω) + κτύπος (πρβλ. αρματό-κτυπος, βαρύ-κτυπος)].