νήριτος
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
English (LSJ)
νήριτον, = νήριθμος, countless, immense, ν. ὕλη Hes.Op.511: hence as pr. n. of mountain in Ithaca, Νήριτον εἰνοσίφυλλον Il.2.632, Od.9.22; ν. ταύρων ἴχνια A.R.3.1288.
German (Pape)
[Seite 254] wie νήριστος, 1) unbestritten, gewiß (?). – 2) = νήριθμος, unzählig; ὕλη, Hes. O. 513; νήριτα ταύρων ἴχνια μαστεύων, Ap. Rh. 3, 1288, vgl. 4, 158. Vgl. auch Jacobs Anth. Pal. p. 375.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 c. νήριθμος;
2 immense.
Étymologie: νη-, ἄρω.
Russian (Dvoretsky)
νήρῐτος: неисчислимый, безмерный (ὕλη Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
νήριτος: «ὁ νηρίτης, ὅ ἐστι κογχύλιον κοχλιῶδες ποικίλον» Ἡσύχ.
νήρῐτος, ον, = νήριθμος, ἀναρίθμητος, ἄπειρος, ν. ὕλη Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 509 (ἐντεῦθεν τὸ ὄρος τῆς Ἰθάκης, Νήριτον εἰνοσίφυλλον Ἰλ. Β. 632, Ὀδ. Ι. 22)· ν. ἴχνια Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1288· πρβλ. Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. σ. 375· - Ἐντεῦθεν παρὰ τοῖς γραμματ., νηρῐτόμῡθος, νηρῐτόφυλλος, ἀντὶ πολύμυθος, πολύφυλλος.
English (Autenrieth)
see εἰκοσινήριτος.
Greek Monolingual
νήριτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αναρίθμητος, απειράριθμος
2. (το ουδ. ως κύριο όν.) Νήριτον
όρος στην Ιθάκη, το σημερινό βουνό της Ανωγής
3. (κατά τον Ησύχ.) ο νηρίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. από το στερ. πρόθημα νη- και β' συνθετικό το θ. αρι- που εμφανίζεται στη λ. αριθμός, επίσης στα ανθρωπωνύμια Ἐπήριτος, Πεδάριτος, στο αρκαδικό προσηγορικό όν. Ἐπάριτοι «εκλεκτοί» και στο συνθ. (σε -ηριτος) εἰκοσινήριτος.
Greek Monotonic
νήρῐτος: -ον, = νήριθμος, αναρίθμητος, άπειρος, σε Ησίοδ.· απ' όπου το όνομα του βουνού της Ιθάκης, Νήριτον εἰνοσίφυλλον, σε Όμηρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: uncountable (Hes. Op. 511, A. R.).
Compounds: As 1. member in νηριτόφυλλον πολύφυλλον H. and νηριτόμυθος (H.); cf. also νηρίται μεγάλοι H. (after Redard 117 to be changed into νήριται μεγάλαι).
Origin: IE [Indo-European] [60 to be corr.] *h₂ri- count.
Etymology: From *n̥-h₂ri-tos (-άρι-τος), compound of privative n̥- (s. νη-) and a verb ἀρι- count (s. ἀριθμός) with το-suffix; thus in εἰκοσιν-ήριτος twenty(fold) counted (X 349; compos. lengthening), Arc. Ἐπάριτοι = ἐπίλεκτοι a.o. From there prob. through reinterpretation the mountain name Νήριτον (B 632, Od.) and the PN Νήριτος (ρ 207); s. Leumann Hom. Wörter 243ff.; also Ruijgh L'élém. ach. 161 f.
Middle Liddell
νήρῐτος, ον, = νήριθμος
countless, immense, Hes.:— hence the name of the Ithacan mountain, Νήριτον εἰνοσίφυλλον Hom.
Frisk Etymology German
νήριτος: {nḗritos}
Meaning: unzählig (Hes.Op.511, A. R.).
Composita: Als Vorderglied in νηριτόφυλλον· πολύφυλλον H. und νηριτόμυθος (H.); vgl. auch νηρίται· μεγάλοι H. (nach Redard 117 in νήριται· μεγάλαι zu ändern).
Etymology: Aus *νεάριτος, Zusammenbildung von νε-privativum (s. νη-) und einem Verb ἀρι- zählen (s. ἀριθμός) mit το-Suffix; ebenso in εἰκοσινήριτος ‘zwanzig(fach) gezählt’ (X 349; kompos. Dehnung), ark. Ἐπάριτοι = ἐπίλεκτοι u.a. Daraus wohl durch Umdeutung der Bergname Νήριτον (Β 632, Od.) und der PN Νήριτος (ρ 207); s. Leumann Hom. Wörter 243ff. m. ausführlicher Behandlung und Lit., dazu noch Ruijgh L’élém. ach. 161 f.
Page 2,316