Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παναώριος

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνᾰώριος Medium diacritics: παναώριος Low diacritics: παναώριος Capitals: ΠΑΝΑΩΡΙΟΣ
Transliteration A: panaṓrios Transliteration B: panaōrios Transliteration C: panaorios Beta Code: panaw/rios

English (LSJ)

παναώριον, doomed to an untimely end, ἀλλ' ἕνα παῖδα τέκεν π. Il.24.540; π. ῥυτίς AP5.263.5 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 457] ganz unzeitig; παῖς, der zu einem ganz unzeitigen, zu frühen Tode bestimmt ist, Il. 24, 540; vgl. Paul. Sil. 10 (V, 264).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ravi par une mort tout à fait prématurée.
Étymologie: πᾶν, ἀώριος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παναώριος -ον [πᾶς, ἀώριος] veel te vroeg stervend.

Russian (Dvoretsky)

πᾰναώριος:
1 обреченный на безвременную смерть, недолговечный (παῖς Hom.);
2 преждевременный (ῥυτίς Anth.).

English (Autenrieth)

(ὥρη): all-untimely, ‘to die an untimely death,’ Il. 24.540†.

Greek Monolingual

παναώριος, -ον (Α) πανάωρος
1. αυτός που πεθαίνει πρόωρα, ο προορισμένος σε πρόωρο τέλος
2. (για πράγματα) αυτός που εμφανίζεται πολύ πρόωρα, εντελώς άωρος, πολύ πρόωρος.

Greek Monotonic

πᾰναώριος: -ον (ἄωρος), εντελώς άμοιρος, ολότελα καταδικασμένος σε πρόωρο τέλος, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνᾰώριος: -ον, παντελῶς ἀώριος, προωρισμένος εἰς πρόωρον τέλος, ἄμοιρος, ἀλλ’ ἕνα παῖδα τέκε παναώριον Ἰλ. Ω. 540˙ π. ῥυτὶς Ἀνθ. Π. 5. 264˙ - ὡσαύτως πανάωρος, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 313.

Middle Liddell

πᾰν-αώριος, ον, ἄωρος
all-untimely, doomed to an untimely end, Il., Anth.