παρασιτισμός

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

ο
1. το να ζει κανείς ή το να αναπτύσσεται κάτι όχι αυτοδύναμα αλλά, εις βάρος άλλου, παρασιτία
2. ιατρ. ο τρόπος ζωής ενός παρασίτου
3. τρόπος διαβίωσης ενός ατόμου που ενώ μπορεί να εργαστεί και να εξασφαλίσει μόνο του τα μέσα διαβίωσής του τρέφεται εις βάρος άλλου ατόμου ή ενός συνόλου
4. κάθε κοινωνικά περιττή δραστηριότητα που δεν είναι παραγωγική και αποδίδει ωφέλη μόνο σε εκείνους που τήν ασκούν
5. βιολ. σχέση μεταξύ δύο οργανισμών, διαφορετικού είδους ή φύλου, στην οποία ο ένας, το παράσιτο, ζει τρεφόμενος εις βάρος του άλλου, του ξενιστή, είτε κατά τρόπο συνεχή είτε κατά την διάρκεια μιας φάσης του βιολογικού του κύκλου και η οποία χαρακτηρίζεται από μονόπλευρη εξάρτηση, με την έννοια ότι το παράσιτο δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τον ξενιστή του, πράγμα που δεν ισχύει αντιθέτως για τον ξενιστή, αλλ. παραβίωση (α. «διαλείπων παρασιτισμός» — περίπτωση παρασιτισμού κατά την οποία το παράσιτο μένει στον ξενιστή όσο διαρκεί το γεύμα, όπως λ.χ. τα κουνούπια
β. «εποχικός παρασιτισμός» — περίπτωση μερικών χλωροφυλλούχων, όπως λ.χ. του ιξού, που τον χειμώνα δεν επωφελούνται από τον ξενιστή
γ. «προνυμφικός παρασιτισμός» — περίπτωση παρασιτισμού κατά την οποία μόνο η προνύμφη είναι παράσιτο
δ. «παρασιτισμός επώασης» — φαινόμενο που απαντά κυρίως στα πουλιά και το οποίο συνίσταται στην εναπόθεση αβγών ενός είδους στην φωλιά του ξενιστή, ο οποίος είτε ανήκει σε διαφορετικό είδος, οπότε υπάρχει η περίπτωση του μεσοειδικού παρασιτισμού επώασης, είτε είναι του ίδιου είδους, οπότε υπάρχει ο ενδοειδικός παρασιτισμός επώασης, και ο οποίος τά επωάζει και στην συνέχεια ανατρέφει τους νεοσσούς, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίπτωση παρασιτισμού του κούκου
ε. «κοινωνικός παρασιτισμός» — η εκμετάλλευση ενός είδους από ένα άλλο, όπως είναι η υποδούλωση μυρμηγκιών ενός είδους από μυρμήγκια άλλου είδους).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. parasitisme < παράσιτο + -ισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].