πεσσεία

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεσσεία Medium diacritics: πεσσεία Low diacritics: πεσσεία Capitals: ΠΕΣΣΕΙΑ
Transliteration A: pesseía Transliteration B: pesseia Transliteration C: pesseia Beta Code: pessei/a

English (LSJ)

Att. πεττεία, ἡ,
A game resembling draughts or backgammon, Socr. ap. Stob.4.56.39, S.Fr.1081, Pl.R. 487c, Phdr.274d, al.
II in Music, repetition of same note, Cleonid.Harm.14.

German (Pape)

[Seite 603] ἡ, att. πεττεία, das Spiel mit den Steinen πεσσοῖς, im Brette, Brettspiel; Soph. frg. 381 bei Poll. 7, 203; Plat. Polit. 299 e Rep. VI, 487 c u. öfter; καὶ κυβεία, Phaedr. 274 d. – Nach Hesych. in der Tonkunst ἡ ἐφ' ἑνὸς τόνου πολλάκις γιγνομένη πλῆξις.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
sorte de jeu de trictrac.
Étymologie: πεσσεύω.

Russian (Dvoretsky)

πεσσεία: атт. πεττείαигра в шашки Plat., Soph.

Greek (Liddell-Scott)

πεσσεία: Ἀττικ. πεττ-, ἡ, παιγνίδιον πεσσῶν, Λατ. duodecim scriptorum lusus, Σοφ. Ἀποσπ. 381, Πλάτ. Πολ. 487C, Φαῖδρ. 274D, κ. ἀλλ.· ἴδε ἐν λέξ. πεσσός.

Greek Monolingual

αττ. τ. πεττεία, ἡ, Α πεσσεύω
1. το παιχνίδι με πεσσούς που παιζόταν από δύο παίκτες, πάνω σε τετράγωνο άβακα, κάτι σαν τα σημερινά παιχνίδια σκάκι, ντάμα, τριόδα κ.ά.
2. μουσ. η επανάληψη του ίδιου φθόγγου.

Greek Monotonic

πεσσεία: Αττ. πεττ-, ἡ, επιτραπέζιο παιχνίδι με πούλια, σε Πλάτ.

Middle Liddell

a game at draughts, Plat.

English (Woodhouse)

game of draughts

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)