πικρόχολος

From LSJ

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικρόχολος Medium diacritics: πικρόχολος Low diacritics: πικρόχολος Capitals: ΠΙΚΡΟΧΟΛΟΣ
Transliteration A: pikrócholos Transliteration B: pikrocholos Transliteration C: pikrocholos Beta Code: pikro/xolos

English (LSJ)

πικρόχολον, full of bitter bile, bilious, opp. μελάγχολος; οἱ πικρόχολοι τὰ ἄνω Hp.Acut.34, cf. 61, Aret.SA 1.5; πικρόχολος χυμός Gal.6.247: metaph., splenetic, AP7.69 (Jul.).

German (Pape)

[Seite 615] von bitterer Galle, mit bitterer Galle, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une bile amère ; fig. acariâtre, acerbe.
Étymologie: πικρός, χόλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πικρόχολος -ον [πικρός, χολή] vol gal.

Russian (Dvoretsky)

πικρόχολος: желчный, язвительный (στόμα Anth.).

Greek Monolingual

-η, -ο / πικρόχολος, -ον, ΝΜΑ
1. (για πρόσ.) αυτός που συμπεριφέρεται σαν πικρή χολή, δύσθυμος, στρυφνός, αντιπαθητικός
2. γεμάτος πικράδα, γεμάτος κακία (α. «πικρόχολη απάντηση» β. «πικρόχολα λόγια»)
μσν.-αρχ.
χολώδης, χολερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)- + χόλος (πρβλ. μελάγχολος)].

Greek Monotonic

πικρόχολος: -ον, αυτός που είναι γεμάτος με πικρή χολή, κακόβουλος, μοχθηρός, πικρόχολος, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πικρόχολος: -ον, ὁ πλήρης πικρᾶς χολῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μελάγχολος· τὰ ἄνω π. Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389· μεταφορ. ὀξύθυμος, ὀργίλος, Ἀνθ. Π. 7. 69· ― πικροχολία, ἡ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μελαγχολία, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394.

Middle Liddell

πικρό-χολος, ον,
full of bitter bile, splenetic, Anth.