πιλάφι

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. ρύζι βρασμένο και βουτυρωμένο, στεγνό, σπυρωτό, χωρίς ζουμί
2. άνοστο, κακότεχνο λογοτεχνικό, θεατρικό ή άλλο έργο
3. υπαξιωματικός ή αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού με πολυετή θητεία
4. φρ. «τά έκανες πιλάφι» — τά ανακάτεψες, προκάλεσες σύγχυση από αδεξιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pilav].