ποάζω

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποάζω Medium diacritics: ποάζω Low diacritics: ποάζω Capitals: ΠΟΑΖΩ
Transliteration A: poázō Transliteration B: poazō Transliteration C: poazo Beta Code: poa/zw

English (LSJ)

A weed, cj. in Philem.116.4.
II of ground, produce grass, Str.5.3.8, 12.2.7; of the sea, appear grassy with seaweed, Id.16.4.7.

German (Pape)

[Seite 642] grasen od. krauten, d. i. Unkraut aussuchen, ausraufen, jäten, Theophr. Auch = mit Gras grünen, ποάζον πεδίον, Strab. 12, 3, 15.

French (Bailly abrégé)

1 être couvert d'herbe ou de gazon;
2 produire de l'herbe.
Étymologie: πόα.

Greek (Liddell-Scott)

ποάζω: βοτανίζω, ἐκβάλλω, ἐκριζῶ τὰς ἀχρήστους βοτάνας, πρβλ. ποασμός, ποάστρια. ΙΙ. ἐπὶ ἐδάφους, παράγω πόαν, εἶμαι κεκαλυμμένος ἐκ πόας, χλόης, Στράβ. 236. 538, 770.

Greek Monolingual

Α πόα
1. ξεριζώνω τα άχρηστα βότανα, βοτανίζω
2. (για έδαφος) καλύπτομαι με χλόη, με χορτάρι («καὶ τὸ ἔδαφος ποάζον δι' ἔτους», Στράβ.)
3. (για θάλασσα) έχω πρασινωπή επιφάνεια («τὸ πέλαγος ποάζειν τε τὴν ἐπιφάνειαν διαφαινομένου τοῦ μνίου καὶ τοῦ φύκους», Στράβ.).

Greek Monotonic

ποάζω: λέγεται για το έδαφος, παράγω γρασίδι, σε Στράβ.

Middle Liddell

ποάζω,
of ground, produce grass, Strab.