τοιχορύκτης

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοιχορύκτης Medium diacritics: τοιχορύκτης Low diacritics: τοιχορύκτης Capitals: ΤΟΙΧΟΡΥΚΤΗΣ
Transliteration A: toichorýktēs Transliteration B: toichoryktēs Transliteration C: toichoryktis Beta Code: toixoru/kths

English (LSJ)

τοιχορύκτου, ὁ, = τοιχωρύχος, Sch.Pi.metr.p.13 Boeckh, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1125] ὁ, = τοιχωρύχος, vgl. Lob. Phryn. p. 232.

Greek (Liddell-Scott)

τοιχορύκτης: -ου, ὁ, = τοιχωρύχος, Ἰω. Χρυσ. Χ, 91D, ἔνθα τοιχωρύκτης, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 232.

Greek Monolingual

και τοιχωρύκτης, ὁ, Α
τοιχωρύχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + ὀρυκτης (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. φρεατορύκτης].