Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τριβεύς

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐβεύς Medium diacritics: τριβεύς Low diacritics: τριβεύς Capitals: ΤΡΙΒΕΥΣ
Transliteration A: tribeús Transliteration B: tribeus Transliteration C: triveys Beta Code: tribeu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ,
A rubber, masseur, PCair.Zen.675.1 (iii B. C.), PLond. ined. 2087 (iii B. C.), Str.15.1.55.
2 = δοῖδυξ, pestle, Gal.13.850, AB 239, Glossaria; = ἀλετρίβανος, EM59.57.
II in Mechanics, a rim or flange to take the pressure of a nut, Ph.Bel.53.19; = ἐντορνία, Hero Bel.97.11.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐβεύς: έως, ὁ, τρίβων, - τρίπτης, Στράβ. 710· = δοίδυξ, Α. Β. 239. ΙΙ ἐν τῇ μηχανικῇ τὸ τρῆμα ἐν ᾦ ὁ ἄξων τρίβεται περιστρεφόμενος, Ἀρχ. Μαθ.

Greek Monolingual

ο / τριβέας/τριβεύς, -έως, ΝΑ
νεοελλ.
1. τεχνολ. κυλινδρικό τεμάχιο, συνήθως ορειχάλκινο, με εσωτερική επίστρωση από λευκό μέταλλο πάνω στο οποίο στηρίζεται άτρακτος ή άλλο μέρος μηχανής που στρέφεται
2. (μεταλλ.) μηχανική διάταξη που χρησιμοποιείται για τη λειοτρίβηση σκληρών υλικών
φρ. α) «τριβέας ολίσθησης»
τεχνολ. ο κυλισιοτριβέας
β) «ένσφαιρος τριβέας» — κυλισιοτριβέας που περιέχει μία ή δύο σειρές σφαιρών
αρχ.
1. αυτός που τρίβει
2. γουδοχέρι
3. το περικάλυμμα της οπής κυλίνδρου ή τροχού πάνω στο οποίο τρίβεται ο κύλινδρος ενώ περιστρέφεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβω + επίθημα -εύς / -έας (πρβλ. σπορ-εύς, σπορ-έας)].

German (Pape)

ὁ,
1 der Reiber, Strab.; Erkl. von δοίδυξ, B.A. 239.
2 in der Mechanik, der Überzug in einem Loche, an dem die umdrehende Welle sich reibt, Mathem. vett.