υποκειμενικός
ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υποκείμενο, αυτός που προβάλλεται ως προσωπική αντίληψη, ανεξάρτητα αν αυτή συμφωνεί με την πραγματικότητα («η γνώμη σου είναι καθαρά υποκειμενική»)
2. (κατ' επέκτ.) μεροληπτικός, μη αντικειμενικός
3. (φιλοσ.) α) αυτός που δομείται από το υποκείμενο το οποίο ορίζεται ως σκεπτόμενο ον, ως ατομική συνείδηση, σε αντιδιαστολή προς το αντικειμενικός
β) αυτός που ανήκει σε ένα μόνον υποκείμενο, αυτός που είναι ατομικός και επιδέχεται μεταβολή ανάλογα με την προσωπικότητα του καθενός, με τις αρέσκειές του, τις προτιμήσεις του ή με τους προσανατολισμούς του, προσωπικός
γ) αυτός που ανήκει και συντελείται στην ανθρώπινη σκέψη και συνείδηση, ατομική ή συλλογική, και μόνον σε αυτήν, σε αντιδιαστολή με τον φυσικό κόσμο, με την εμπειρική φύση τών αντικειμένων στα οποία αποδίδεται
δ) φαινομενικός, μη πραγματικός, απατηλός («υποκειμενικές αισθήσεις»)
ε) αυτός που αφορά το σκεπτόμενο υποκείμενο ή που ανήκει σε αυτό, ψυχικός, ψυχολογικός, ηθικός
στ) (στη σχολαστ. φιλοσ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αντικείμενο, αυτός που έχει αντικειμενική, πραγματική ύπαρξη
3. (ψυχολ.) α) αυτός που αφορά μόνον ένα συγκεκριμένο άτομο ή υποκείμενο
β) αυτός που δεν είναι αναγνωρίσιμος παρά σε ένα συγκεκριμένο άτομο
4. φρ. «υποκειμενικό σύμπτωμα»
ιατρ. σύμπτωμα το οποίο αισθάνεται ο ασθενής, αλλά δεν γίνεται αντιληπτό εξωτερικά
β) «υποκειμενικό σύνδρομο»
ιατρ. σύμπλεγμα συμπτωμάτων που απαντούν όψιμα σε κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις και θεωρούνται ως μεταδιασειστική εκδήλωση που δεν αντιστοιχεί σε οργανική βλάβη του εγκεφάλου.
επίρρ...
υποκειμενικώς και υποκειμενικά Ν
κατά τρόπο υποκειμενικό («τά εξετάζει όλα υποκειμενικά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποκείμενο. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Αγγ. Βλάχου].