χάρος

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. ο θάνατος και, ιδίως, η προσωποποίηση του θανάτου, ο χάροντας («για ιδές καιρό που διάλεξε ο χάρος να μέ πάρει», δημ. τραγούδι)
2. μτφ. καθετί που επιφέρει θάνατο, όλεθρο
3. φρ. α) «παλεύει με τον χάρο» — χαροπαλεύει
β) «πήγε στην πόρτα του χάρου» — παραλίγο να πεθάνει
γ) «ξέφυγε από τα νύχια [ή από το το στόμα] του χάρου» — διέφυγε σοβαρό κίνδυνο
δ) «τον βλέπω σαν τον χάρο» — μού είναι πάρα πολύ μισητός
ε) «όποιον πάρει ο χάρος» — λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος: i) πυροβολεί ή, γενικά, επιτίθεται εναντίον πλήθους
ii) επιχειρεί κάτι, συνήθως παράτολμο, αδιαφορώντας για το ποιος θα υποστεί τις συνέπειες
στ) «τον ξέχασε ο χάρος» — λέγεται για κάποιον που είναι υπέργηρος
4. παροιμ. α) «ο χάρος τον παρακαλεί, κι εκείνος καμαρώνει» — λέγεται για κάποιον που, ενώ απειλείται από καταστροφή, δείχνει να μην ανησυχεί
β) «χάρε, χαρά που μού 'φερες και λύπη που μού πήρες» — λέγεται για κάποιον που χαίρεται με τον θάνατο άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. Χάρων, κατά τα αρσ. σε -ος (πρβλ. γέρος: γέρων, δράκος: δράκων)].