χειμασία
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
Ion. χειμασίη, ἡ,
A passing the winter, wintering, φοιτῶσι ἐς χ. ἐς τοὺς τόπους τούτους Hdt.2.22.
2 winter quarters, Plb.2.54.14, al., D.S.19.37, App.BC2.52, Dura6434 (iii A. D.).
II = χειμών, storm, Arist.Pr.940b15 (pl.), Thphr. Vent. 50 (pl.), Hsch.
German (Pape)
[Seite 1342] ἡ, ion. χειμασίη, das Durchwintern, der Aufenthalt während des Winters, Winterquartier; Her. 2, 22; Pol. 2, 54, 14 u. öfter. – Nach Hesych. = χειμών; vgl. Arist. probl. 26, 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action d'hiverner.
Étymologie: χεῖμα.
Russian (Dvoretsky)
χειμᾰσία: ион. χειμᾰσίη ἡ
1 зимовка Her.;
2 зимовье, зимние квартиры Polyb., Diod.;
3 непогода, буря (μετὰ τὰς χειμασίας πίπτει τὰ πνεύματα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
χειμᾰσία: Ἰον. -ίη, ἡ, τὸ διέρχεσθαι τὸν χειμῶνα, διαχειμάζειν, φοιτέειν ἐς χ. τοὺς τόπους τούτους Ἡρόδ. 2. 22. 2) τόπος πρὸς παραχειμασίαν, χειμερινὴ κατοικία ἢ διαμονή, χειμάδιον, Πολύβ. 2. 54, 14, κ. ἀλλ., Διόδ. ΙΙ. = χειμών, τρικυμία, καταιγίς, θύελλα, Ἀριστ. Προβλ. 26. 3, Θεοφρ. Ἀποσπ. 5. 50. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «χειμασία· ζάλη, ταραχή».
Greek Monolingual
και ιων. τ. χειμασίη, ἡ, Α χειμάζω
1. διαχείμαση
2. τόπος κατάλληλος για διαχείμαση, χειμάδι
3. σφοδρή κακοκαιρία
4. (κατά τον Ησύχ.) «ζάλη, ταραχή».
Greek Monotonic
χειμᾰσία: Ιων. -ίη, ἡ, το πέρασμα του χειμώνα, ξεχειμώνιασμα, σε Ηρόδ.