χυδαίος

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source

Greek Monolingual

-α, -ο / χυδαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α
1. (για πρόσ.) αυτός που μιλάει ή συμπεριφέρεται χωρίς ευγένεια, με προστυχιά, βάναυσος, αγροίκος (α. «χυδαίος άνθρωπος» β. «πολλάνόμος τῷ χυδαίῳ συνεχώρησεν», Πορφ.
γ. «τῆς τῶν χυδαίων ἀπειρίας», Φίλ.)
2. (για λόγια και πράξεις) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε άνθρωπο αμόρφωτο και ακαλλιέργητο, αναξιοπρεπής, πρόστυχος, απρεπής (α. «χυδαία έκφραση» β. «χυδαία συμπεριφορά» γ. «χυδαῖα καὶ φαῡλα», Φιλόδ.
δ. «τῆς χυδαίου καὶ πανδήμου λαλιᾱς», Πολ.)
νεοελλ.
φρ. «χυδαία γλώσσα»
(παλαιότερα) (κατά τους αρχαϊστές ή τους καθαρευουσιάνους) η δημοτική
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χυδαῖον
κοινοτοπία
αρχ.
1. πολυπληθής, πολυάριθμος («οἱ δὲ υἱοὶ Ἰσραὴλ ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησαν καὶ χυδαῖοι ἐγένοντο», ΠΔ)
2. κατασκευασμένος από ανάμικτα υλικά, κοινός, ευτελής (α. «χυδαῖοι στέφανοι», Αθήν.
β. «ξύλον τὸ τυχὸν ἢ λίθον ἐπιβαλεῖν χυδαῖον», Πλούτ.
γ. «τὸν χυδαῖον οἶνον καρηβαρίτην ἔλεγον», Σχόλ. Αριστοφ.).
επίρρ...
χυδαίως ΝΜΑ, και χυδαία Ν
νεοελλ.
με χυδαιότητα, πρόστυχα, απρεπώς
μσν.-αρχ.
με τρόπο που προκαλεί ή που δείχνει σύγχυσηχυδαίως ὀνομασθὲν καὶ κακῶς νοηθέν», Βασ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύδην + κατάλ. -αῖος].