ἀμφινεικής

From LSJ

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφινεικής Medium diacritics: ἀμφινεικής Low diacritics: αμφινεικής Capitals: ΑΜΦΙΝΕΙΚΗΣ
Transliteration A: amphineikḗs Transliteration B: amphineikēs Transliteration C: amfineikis Beta Code: a)mfineikh/s

English (LSJ)

ἀμφινεικές, contested on all sides, eagerly wooed, of Helen, A. Ag.686; of Deïanira, S.Tr.104 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ές
disputado de Helena, A.A.686, de Deyanira, S.Tr.104, Hsch.

German (Pape)

[Seite 141] ές, umstritten, des Streites wert, Helena, Aesch. Ag. 672; Deianira, Soph. Tr. 104.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
disputé, digne d'être disputé.
Étymologie: ἀμφί, νεικέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφινεικής: всеми оспариваемый, т. е. которого все домогаются (Ἑλένη Aesch.; Δηϊάνειρα Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφινεικής: -ές, περιμάχητος, περιζήτητος, περὶ τῆς Ἑλένης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 686· περὶ τῆς Δηϊανείρας, Σοφ. Τρ. 104: πρβλ. ἀμφιμάχητος.

Greek Monolingual

ἀμφινεικής, -ές (Α)
αυτός που τον διεκδικούν πολλοί, ο περιζήτητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -νεικής < νεῖκος (πρβλ. εὐνεικής, πυλυνεικής κ.λπ. και το κύριο Πολυνείκης).
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφινείκητος.

Greek Monotonic

ἀμφινεικής: -ές (νεῖκος), περιμάχητος, περιζήτητος, αυτός που επιζητάται ανυπόμονα και επίμονα, σε Αισχύλ., Σοφ.

Middle Liddell

νεῖκος
contested on all sides, eagerly wooed, Aesch., Soph.