ἀνδραγάθημα
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
English (LSJ)
-ατος, τό, brave, manly deed, Str.1.2.8, Plu.Sert.10,IG14.951,Jul.Caes.329c, etc.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I 1hazaña Str.1.2.8, Plu.Sert.10, Polyaen.1.18, IUrb.Rom.1.8, Iul.Caes.329c, PHaun.6.34 (II d.C.).
2 buena acción οὔτε θαρρεῖν ἀναγκαῖον ἐπὶ τῷ πλήθει τῶν ἀνδραγαθημάτων οὔτ' ἀπογινώσκειν ἐπὶ τοῖς ἐπταισμένοις Nil.M.79.168A.
II virtud διὰ τοῦτο καὶ ἄνθρωπος γέγονε Χριστός, ἐξ ἀ. τούτου τυχών Origenes Princ.2.6.4, Παμβὼ εἶχε μὲν ἀνδραγαθήματα ... πλεῖστα Pall.H.Laus.10.1.
German (Pape)
[Seite 216] τό, tapfere Tat, Plut. Sert. 10 u. Sp. Nach Phrynich. att. für κατόρθωμα.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
belle action.
Étymologie: ἀνδραγαθέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρᾰγάθημα: ατος τό мужественный и благородный поступок, доблестное дело, подвиг Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρᾰγάθημα: -ατος, τό, γενναία πρᾶξις, Πλουτ. Σερτ. 10, Συλλ. Ἐπιγρ. 5879. 9. - Ἴδε Φρύν. ἐν λέξει κατόρθωμα.
Greek Monolingual
το (Α ἀνδραγάθημα)
η γενναία πράξη, το κατόρθωμα.
Greek Monotonic
ἀνδρᾰγάθημα: -ατος, τό, γενναίο κατόρθωμα, σε Πλούτ.