ἄδμητος
English (LSJ)
η, ον, poet. for ἀδάματος, in Hom. only in fem. and of cattle,
A unbroken, βοῦν ἦνιν.. ἀδμήτην, ἣν οὔ πω ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν ἀνήρ Il.10.293, Od.3.383; ἵππον.. ἑξέτε' ἀδμήτην Il.23.266; ἡμίονον ib.655.
2 unwedded, of maidens, παρθένῳ ἀδμήτῃ h.Ven.82, cf. 133, A.Supp.149; of Artemis, τὰν αἰὲν ἀδμήταν S.El.1239 (lyr.); of Atalanta, τῆς πρόσθεν ἀ. Id.OC1321.
Spanish (DGE)
-η, -ον
• Alolema(s): ἄδμᾱτος, -ον B.11.84
1 de anim. que está sin domar o domesticar βοῦς Il.10.293, Od.3.383, ἵππος Il.23.266.
2 inconquistado de Lacedemón o Esparta AP 7.723.
3 de diosas y mujeres virgen B.5.167, 11.84, h.Ven.82, 133, A.Supp.149, S.El.1239, OC 1321.
German (Pape)
[Seite 36] η, ον, dasselbe, Hom. nur accus. sing. fem., ἡμίονος Il. 23, 655, βοῦς 10, 293 Od. 3, 383, ἵππος Iliad. 23, 266; unvermählt, Aesch. Suppl. 140; Ἄρτεμις Soph. El. 1231 O. C. 1323.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 indompté;
2 vierge.
Étymologie: ἀ, δάμνημι.
Russian (Dvoretsky)
ἄδμητος: (только f)
1 неприрученный, неукрощенный (βοῦς, ἵππος, ἡμίος Hom.);
2 девственная, незамужняя (παρθένος HH, Aesch.; Ἄρτεμις Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄδμητος: -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ ἀδάματος, παρ’ Ὁμ. μόνον κατὰ θηλ. καὶ ἐπὶ κτηνῶν, ἀδάμαστος, βοῦν ἦνιν ... ἀδμήτην, ἣν οὔπω ὑπὸ ζυγόν ἤγαγεν ἀνήρ, Ἰλ. Κ. 293, Ὀδ. Γ. 383· ἵππον ... ἑξέτε ‘ἀδμήτην, βρέφος ... κυέουσαν, Ἰλ. Ψ. 266· ἡμίονον ... ἑξέτε’ ἀδμήτην, ἥ τ’ ἀλγίστη δαμάσασθαι, αὐτόθι 655. 2) ὡς τὸ ἀδμής, ἀνύπανδρος, ἐπὶ νεανίδων, παρθένῳ ἀδμήτῃ, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 82· πρβλ. 133, Αἰσχύλ. Ἱκ. 149· περὶ τῆς Ἀρτέμιδος· τὰν αἰὲν ἀδμήταν, Σοφ. Ἠλ. 1239, περὶ τῆς Ἀταλάντης, τῆς πρόσθεν ἀδμήτης, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1321. ΙΙ. Ἄδμητος, ὁ, ὡς κύρ. ὄνομα, Ὅμ., κτλ.
English (Autenrieth)
unbroken, not yet brought under the yoke.
Greek Monotonic
ἄδμητος: -η, -ον,
1. ποιητ. αντί ἀδάματος· στον Όμηρ. μόνο σε θηλ. και μόνο για ζώα, αχαλιναγώγητος, αδάμαστος· βοῦν ἀδμήτην, ἣν οὔπω ὑπὸ ζυγόν, ἤγαγεν ἀνήρ, σε Ομήρ. Ιλ.· ἵππον ἑξέτε' ἀδμήτην, στον ίδ.
2. όπως το ἀδμής, λέγεται για νεαρές παρθένους, ανύπαντρη, άγαμη, σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
poet. for ἀδάματος
1. in Hom. only in fem. and of cattle, unbroken, βοῦν ἀδμήτην, ἢν οὔ πω ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν ἀνήρ Il.; ἵππον ἑξέτε' ἀδμήτην Il.
2. like ἀδμής, unwedded, of maidens, Hhymn.
Léxico de magia
-ον indomable de Hécate-Selene-Ártemis δεῦρ', Ἑκάτη, γιγάεσσα, ..., ἰοχέαιρα, ἀδμήτη aquí, Hécate, gigantesca, disparadora de flechas, indomable P IV 2716