ἐπιθανάτιος
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
[νᾰ], ον
A condemned to death, D.H.7.35, LXX Bel (ό) 31, 1 Ep.Cor.4.9; ἐ. μέλος, of Arion, Tz.H.1.400. Adv.-ίως, ἔχειν, = ἐπιθανάτως ἔχειν, Ael.VH13.27.
II. αἱ ἐ. δᾷδες the funeral torches, Lib.Decl.40.15; but ἐ. ἐπιστολή deadly, ib.2.28.
German (Pape)
[Seite 942] zum Tode verurtheilt, D. Hal. 7, 35; tödtlich, νόσημα, Sp. – Adv. ἐπιθανατίως, νοσεῖν, Sp., ἔχειν, Ael. V. H. 13, 27, todtkrank sein.
English (Strong)
from ἐπί and θάνατος; doomed to death: appointed to death.
English (Thayer)
ἐπιθανάτιον (θάνατος), doomed to death: Dionysius Halicarnassus, Antiquities 7,35.)
Greek Monolingual
ἐπιθανάτιος, -α, -ο (AM ἐπιθανάτιος, -ον) επιθάνατος
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ετοιμοθάνατο (α. «επιθανάτιος ρόγχος» β. «επιθανάτια αγωνία»)
αρχ.-μσν.
επικήδειος, νεκρικός («μέλος ἐπιθανάτιον»)
μσν.
φρ. «ἐπιθανάτιον γράμμα» — η διαθήκη
αρχ.
1. ο καταδικασμένος σε θάνατο
2. θανατηφόρος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθανάτιος: приговоренный к смерти NT.
Chinese
原文音譯:™piqan£tioj 誒披-他那提哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:在上-死(的)
字義溯源:定死罪的;由(ἐπί)*=在⋯上)與(θάνατος / ἀθάνατος)=死亡)組成;而 (θάνατος / ἀθάνατος)出自(θνῄσκω)*=死)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 定死罪的(1) 林前4:9
French (New Testament)
ος, ον
1 qui est à l'article de la mort
2 condamné à mort
[ἐπί, θάνατος]