ἐρεύθω
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
aor. 1 inf.
A ἐρεῦσαι Il. (v. infr.):—make red, stain with red, αἵματι γαῖαν II.394; γαῖαν ἐρεῦσαι αὐτοῦ ἐνὶ Τροίῃ 18.329; βωμὸν φόνοισι Pythag. ap. S.E. M.9.128:—Pass., to be red or become red, Sapph.93, Hp.Epid.2.3.1, Morb. Sacr.15, Theoc.17.127; (ἀστὴρ) καλὸν ἐρευθόμενος A.R.1.778.
II intr. in Act., ἔρ]ευθε φώτων [αἵμα] τι γαῖα B.12.152; τὸ πρόσωπον ἐρεύθω Hp. Morb.4.38. (ONorse rjóþa, OE. réodan 'redden', OE. réad 'red'; v. ἐρυθρός.)
German (Pape)
[Seite 1026] röthen, roth färben, γαῖαν αἵματι Il. 11, 394. 18, 329; – pass. roth werden, Hippocr.; ἐρευθομένων ἐπὶ βωμῶν Theocr. 17, 127; Ap. Rh. 1, 778 u. a. Sp. – Hippocr. braucht auch das act. so, τὸ πρόσωπον ἐρεύθει, wird roth.
French (Bailly abrégé)
f. ἐρεύσω, ao. ἤρευσα, pf. inus.
Pass. seul. prés. et impf. ἠρευθόμην;
faire rougir, rougir : αἵματι γαῖαν IL la terre de sang ; Pass. devenir rouge, rougir.
Étymologie: cf. lat. ruber, rufus.
Russian (Dvoretsky)
ἐρεύθω: делать красным, обагрять (αἵματι γαῖαν Hom.); pass. быть обагренным (ἐρευθόμενοι βωμοί Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρεύθω: ἀόρ. α΄ ἀπαρ. ἐρεῦσαι· (ἐρυθρός): κάμνω τι ἐρυθρόν, κηλιδῶ δι’ ἐρυθροῦ χρώματος, ὁ δὲ θ’ αἵματι γαῖαν ἐρεύθων Ἰλ. Λ. 394· γαῖαν ἐρεῦσαι αὐτοῦ ἐνὶ Τροίῃ Σ. 329. ― Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι ἐρυθρός, Σαπφὼ 94, Ἱππ. 1020Ε, Θεόκρ. 17. 127, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 778, κτλ.· πρβλ. συνεξερεύθω.
English (Autenrieth)
aor. inf. ἐρεῦσαι: redden, dye with blood, Il. 11.394, Il. 18.329. (Il.)
Greek Monolingual
ἐρεύθω (Α)
1. κάνω κάτι ερυθρό, το κοκκινίζω, το χρωματίζω κόκκινο («ὁ δὲ θ’ αἵματι γαῖαν ἐρεύθων» Ομ. Ιλ.)
2. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι ερυθρός, κοκκινωπός, κοκκινίζω («τὸ πρόσωπον ἐρεύθει», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Θεματικός ενεστώτας που αντιστοιχεί ακριβώς προς το αρχ. ισλ. rjōda «ματώνω», αρχ. αγγλ. rēodan «χρωματίζω, βάφω κάτι κόκκινο» και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα reudh- «κόκκινος». Στην ίδια ρίζα ανάγεται και το μεταρρηματικό έρευθος, που αντιστοιχεί προς το λατ. rōbur «δρυς, το σκληρό σκούρο εσωτερικό ξύλο ορισμένων δένδρων»].
ἐρευθῶ, -έω (Α) έρευθος
είμαι ή γίνομαι κόκκινος, κοκκινίζω.
Greek Monotonic
ἐρεύθω: απαρ. αορ. αʹ ἐρεῦσαι, καθιστώ κάτι κόκκινο, βάφω κόκκινο, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., είμαι ή γίνομαι κόκκινος, ροδίζω, σε Θεόκρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: make red, colour red (Il.).
Other forms: Aor. ἐρεῦσαι,
Compounds: also with prefix συνεξ-, κατ-,
Derivatives: ἔρευθος n. redness (Hp., Ph.) with ἐρευθής red-coloured (Str., Arat.; on the formation Chantraine Formation 428, Schwyzer 513), further the poetical ἐρευθήεις (-ιόεις) id. (A. R.; Schwyzer 527), ἐρευθαλέος id. (Nonn.), prob. innovation (Debrunner IF 23, 7); not old l-n-interchange in spite of Ἐρευθαλίων (Hom.; like Δευκαλίων, Πυγμαλίων a. o.), Ἐρευθαλία town in Argos (Sch.; like Οἰχαλία). Denomin. verbs: ἐρευθέω get red (Luc., pap.) with ἐρεύθημα (Gal.), ἐρευθιάω id. (Hp.; after the verbs of disease). - The plant name ἐρευθέδανον n. red dye, Rubia tinctorum (Hdt., Thphr.; Schwyzer 530, Chantraine 362); also ἐρυθρόδανον, s. ἐρυθρός.
Origin: IE [Indo-European] [872] *h₁reudʰ- red
Etymology: ἐρεύθω is identical with ONo. rjōđa make bloody, OE rēodan paint red. ἔρευθος too can have a outer-Greek equivalent, i. e. in Lat. rōbus, rōbur, -oris heartwood (with dialectal ō < eu), as heartwood is stronger red or browny than the sap-wood (see W.-Hofmann s. v.). s-stem forms have been assumed, but see on ἐρυσίβη. - An old formation is ἐρυθρός; s. v.
Middle Liddell
to make red, stain red, Il.:—Pass. to be or become red, Theocr.
Frisk Etymology German
ἐρεύθω: {ereúthō}
Forms: Aor. ἐρεῦσαι,
Grammar: v.
Meaning: röten, rot färben (ep. ion. poet. seit Il.).
Composita: auch mit Präfix συνεξ-, κατ-,
Derivative: Daneben ἔρευθος n. Röte (Hp., A. R., Ph. u. a.) mit ἐρευθής rötlich (Str., Arat.; zur Bildung Chantraine Formation 428, Schwyzer 513), außerdem die poetischen ἐρευθήεις (-ιόεις) ib. (A. R., Nik.; Schwyzer 527), ἐρευθαλέος ib. (Nonn.), wohl Neubildung (Debrunner IF 23, 7); nicht alter l-n-Wechsel trotz Ἑρευθαλίων (Hom.; wie Δευκαλίων, Πυγμαλίων u. a.), Ἑρευθαλία Stadt in Argos (Sch.; wie Οἰχαλία). Denominative Verba: ἐρευθέω rot werden, erröten (Luk., Pap.) mit ἐρεύθημα (Gal.), ἐρευθιάω ib. (Hp.; nach den Krankheitsverba). — Dazu der Pflanzenname ἐρευθέδανον n. Färberröte, Krapp (Hdt., Thphr. u. a.; Schwyzer 530, Chantraine 362); auch ἐρυθρόδανον, s. ἐρυθρός.
Etymology: Das primäre thematische Wurzelpräsens ἐρεύθω ist mit ano. rjōđa blutig machen, ags. rēodan rot färben identisch. Auch ἔρευθος kann eine außergriechische Entsprechung haben, u. z. in lat. rōbus, rōbur, -oris Kernholz (mit dialektalem ō aus eu), da das Kernholz kräftiger rot oder bräunlich ist als der Splint (näheres bei W.-Hofmann s. v.); auch sonst liegen mehrere Spuren eines alten s-Stamms vor, s. ἐρυσίβη. — Eine uralte Bildung ist ἐρυθρός; s. d. mit weiteren Einzelheiten und Lit.
Page 1,555