ἠχώ
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
English (LSJ)
Dor. ἀχώ, ἡ, gen. ἠχοῦς, Dor.
A ἀχῶς Mosch.Fr.2.1: acc. ἠχώ, Dor. ἀχώ ib.3:—echo, h.Hom.19.21, Hes.Sc.279,348, A.Pers.391, etc.: personified in Ar.Th.1059, Paus.2.35.10, Mosch.Fr.2, Orph. H.11.9.
2 generally, ringing sound, κτύπου γὰρ ἀχὼ χάλυβος διῇξεν ἄντρων μυχόν A.Pr.133 (lyr.); ἠχὼ προφωνεῖν to utter loud cries, S.El.109 (anap.); ἠχὼ χθόνιος E.Hipp.1201; ἠχὼ βαρεῖα προσπόλων ib.791; ὀρθία σάλπιγγος ἠχώ Id.Tr.1267; ἅπασαν τὴν Βοιωτίην κατεῖχε ἠχώ all Boeotia rang with the noise of mourning, Hdt.9.24; voc. Ἀχοῖ Rumour, Pi.O.14.21.
German (Pape)
[Seite 1180] οῦς, ἡ (s. nom. pr.), = ἠχή, Schall, Ton, bes. Wiederhall, H. h. 18, 21; Hes. Sc. 279. 348; κτύπου γὰρ ἀχὼ χάλυβος διῇξεν ἄντρων μυχόν Aesch. Prom. 133; ἀντηλάλαξε νησιώτιδος πέτρας ἠχώ Pers. 383; vom Klageruf, Soph. El. 108; – vom Wiederhall, ἠχὼ λόγων ἀντῳδὸς ἐπικοκκύστρια Ar. Ti. 1068; οἷον πνεῦμα ἤ τις ἠχὼ ἀπὸ λείων τε καὶ στερεῶν ἁλλομένη πάλιν ὅθεν ὡρμήθη φέρεται Plat. Phaedr. 255 c; – ἅπασαν τὴν Βοιωτίην κατεῖχε ἠχώ, ὡς ἀνδρὸς ἀπολομένου λογιμωτάτου, das Gerücht, Her. 9, 24, wie auch wir sagen: ganz Böotien hallte davon wieder.
French (Bailly abrégé)
οῦς (ἡ) :
I. bruit, son :
1 en gén. ; particul. plainte, cri de douleur;
2 bruit répercuté, écho;
II. bruit qui se répand par la parole, rumeur populaire.
Étymologie: cf. ἦχος.
Russian (Dvoretsky)
ἠχώ: дор. ἀχώ (ᾱ), οῦς ἡ
1 шум, грохот (κτύπου χάλυβος Aesch.): ἠχὼ χθόνιος Eur. подземный гул;
2 звук, глас (σάλπιγγος Eur.);
3 вопль, жалоба, стон: ἠ. προφωνεῖν Soph. издавать стоны;
4 звуки речи, голос: ἠ. βαρεῖα προσπόλων Eur. шумные голоса слуг;
5 молва, слух: ἅπασαν τὴν Βοιωτίην κατεῖχε ἠ. Her. слух (о смерти Масистия) облетел всю Беотию;
6 отголосок, эхо: κορυφὴν περιστένει οὔρεος ἠ. Hom. горное эхо оглашает вершину.
Greek (Liddell-Scott)
ἠχώ: Δωρικ. ἀχώ, ἡ, γεν. (ἠχόος) ἠχοῦς, Δωρικ. ἀχῶς, Μόσχ. 6. 1· αἰτ. ἠχώ, Δωρ. ἀχώ, αὐτόθι 3. Ὡς τὸ ἠχή, ἦχος, ἦχος, θόρυβος, ἀλλὰ κυρίως ἦχος ἐξ ἀντανακλάσεως, ἠχὼ (ἀντήχησις), Ὕμν. Ὁμ. 18. 21, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 279, 384, Τραγ. κλπ.· προσωποπ. ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 1059 (Ἠχώ, λόγων ἀντῳδὸς ἐπικοκκάστρια), Παυσ. 2. 35, 10· - ἐν μεταγεν. μύθοις παρίσταται ὡς Ὀρειὰς ἐπαναλαμβάνουσα ἤχους καὶ φωνάς, Ὀβίδ. Μεταμ. 3. 357 κἑξ., πρβλ. Μόσχ. 6, Ὀρφ. Ὕμν. 11. 9. 2) καθόλου, ἦχος διαρκής, ὡς τοῦ κώδωνος, κτύπου γὰρ ἀχὼ χάλυβος διῇξεν ἄντρων μυχὸν Αἰσχύλ. Πρ. 132, πρβλ. Πέρσ. 388 κἑξ.· ἠχὼ προφωνεῖν (ὁ Nauck. ἠχήν), Σοφ. Ἠλ. 109· ἠχὼ χθόνιος Εὐρ. Ἱππ. 1201· ἠχὼ βαρεῖα προσπόλων αὐτόθι 791· ὀρθία σάλπιγγος ἠχὼ ὁ αὐτ. Τρῳ. 1267· ἅπασαν τὴν Βοιωτίην κατεῖχε ἠχὼ ὡς ἀνδρὸς ἀπολομένου λογιμωτάτου, ἅπασα ἡ Βοιωτ. ἀντήχει ἐκ τῆς φήμης ὅτι…, Ἡρόδ. 9. 24· κλητ. Ἀχοῖ, Πίνδ. Ο. 14. 29.
Greek Monotonic
ἠχώ: Δωρ. ἀχώ, γεν. (ἠχόος) ἠχοῦς, Δωρ. ἀχῶς, αιτ. ἠχώ, Δωρ. ἀχώ, Δωρ. κλητ. ἀχοῖ·
1. όπως το ἠχή, ήχος, αλλά κυρίως ο ήχος που επιστρέφει, που κάνει αντίλαλο, ηχώ, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ. κ.λπ.
2. γενικά, ήχος διαρκής όπως αυτός του κουδουνιού, σε Σοφ., Τραγ.· τὴν Βοιωτίην κατεῖχε ἠχὼ ὡς..., ολόκληρη η Βοιωτία αντηχούσε από τη φήμη ότι..., σε Ηρόδ.
Middle Liddell
like ἠχή,]
1. a sound, but properly of a returned sound, echo, Hhymn., Hes., etc.
2. generally, a ringing sound, Soph., Trag.; τὴν Βοιωτίην κατεῖχε ἠχὼ ὡς . . Boeotia rang with the news that . ., Hdt.
Chinese
原文音譯:Ãcoj 誒何士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:回響 相當於: (קֹול / קֹל)
字義溯源:(高強或嘈雜的)聲音*,聲,名聲,回響,響聲,流言
同源字:1) (ἠχέω)鳴 2) (ἦχοσ1 / ἦχοσ2 / ἠχώ)聲音 3) (κατηχέω)充滿聲音 參讀 (ἀκοή)同義字
出現次數:總共(3);路(1);徒(1);來(1)
譯字彙編:
1) 聲(1) 來12:19;
2) 響聲(1) 徒2:2;
3) 名聲(1) 路4:37
English (Woodhouse)
echo, flourish of trumpets, made by any animal
Translations
echo
Afrikaans: eggo; Albanian: jehonë; Arabic: صَدَى; Armenian: արձագանք; Asturian: ecu; Azerbaijani: əks-səda; Basque: oihartzun; Belarusian: рэха, водгалас, водгук, водгулле, адгалос, адгалоссе; Bengali: প্রতিধ্বনি; Bulgarian: ехо, отзвук; Burmese: ပဲ့တင်သံ; Catalan: eco; Central Melanau: ngeah; Cherokee: ᏚᎷᎭᎬ; Chinese Mandarin: 回聲/回声, 應聲/应声; Chuvash: ахрӑм; Cornish: dasson, daslev; Czech: ozvěna; Danish: ekko; Dutch: echo, naklank; Esperanto: eĥo; Estonian: kaja; Faroese: afturljóð; Finnish: kaiku; French: écho; Galician: eco, resón; Georgian: ექო, გამოძახილი; German: Echo, Widerhall; Greek: ηχώ; Ancient Greek: ἀντανάκλασις, ἀντήχημα, ἀντίπεμψις, ἀντίφθεγμα, ἀπήχημα, ἀπήχησις, ἀχώ, ἠχώ, οὐρά; Gujarati: પડઘો; Hebrew: הֵד, בַּת־קוֹל; Hindi: गूँज, गूंज, प्रतिध्वनि, प्रतिशब्द, अनुनाद; Hungarian: visszhang; Iban: auh; Icelandic: bergmál, endurómur; Ido: eko; Indonesian: gema; Irish: macalla, allabhair; Italian: eco; Japanese: 反響, こだま, エコー, やまびこ; Kalmyk: дүүрән; Kannada: ಸೆಲೆ, ಪ್ರತಿಧ್ವನಿ; Kazakh: жаңғырық; Khakas: янъ; Khmer: ប្រតិនិន្នាទ, សូរខ្ទ័រ; Korean: 메아리; Kurdish Central Kurdish: زایەڵە; Northern Kurdish: dengvedan, olan, vedeng; Kyrgyz: жаңырык; Lao: ກັງວານ, ໂຄດ, ສຽງກູ່, ສຽງກ້ອງ; Latin: imago vocis; Latvian: atbalss; Lithuanian: aidas; Low German: Eko, Wedderhall; Lun Bawang: linguh, lituh; Macedonian: ехо; Malay: gema, talun, gaung, guk, tala; Malayalam: പ്രതിധ്വനി; Maranao: olaleng; Marathi: प्रतिध्वनी; Mbyá Guaraní: 'ãgue; Middle English: eccho; Mongolian: цуурай; Norwegian Bokmål: ekko, etterklang, gjenlyd; Nynorsk: ekko, etterklang, atterklang, atterljom; Old English: windumær; Pashto: پژواک, طنين, هنګامه, انګروزه, انګه, تلانګه, زونګه, زوږتلانګه; Persian: پژواک; Polish: echo; Portuguese: eco; Romanian: ecou; Russian: эхо, отголосок, отзвук; Sanskrit: प्रतिध्वनि, प्रतिध्वनिः; Scottish Gaelic: ath-sgal, mac-talla; Serbo-Croatian Cyrillic: је̏ка; Roman: jȅka; Slovak: ozvena; Slovene: odmev, eho; Spanish: eco; Swahili: mwangwi; Swedish: eko, genljud; Tagalog: umalingawngaw; Tajik: пажвок; Tatar: кайтаваз; Tausug: ulangig; Telugu: ప్రతిధ్వని; Thai: ก้อง, กังวาน; Turkish: yankı; Turkmen: ýaň; Tuvaluan: sikuleo; Ukrainian: луна, ві́дгук, ві́дгомін, відлуння; Urdu: گونج; Uyghur: ئەكس سادا, سادا; Uzbek: aks sado, exo, aks, sado; Vietnamese: tiếng dội, tiếng vang; Volapük: leog; Welsh: atsain, adlais, adlef