ἰδιότροπος

From LSJ

Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐότροπος Medium diacritics: ἰδιότροπος Low diacritics: ιδιότροπος Capitals: ΙΔΙΟΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: idiótropos Transliteration B: idiotropos Transliteration C: idiotropos Beta Code: i)dio/tropos

English (LSJ)

ἰδιότροπον, peculiar, distinctive, ἑνότης, ἡδονή, Epicur. Ep.1p.13U., Fr.186; φύσις, νόσοι, D.S.3.35, 5.10; of a peculiar species, ὁ νυκτικόραξ Str.17.2.4. Adv. ἰδιοτρόπως = in a particular way, D.S.3.19, Dam.Pr.40: Comp., Marcellin.Puls.506.

German (Pape)

[Seite 1237] von eigenthümlicher Art u. Weise, Strab. XVII, 823, von besonderer. Größe; κέρατα φύσεως ἰδιοτρόπου κοινωνοῦντα D. Sic. 3, 34; ἡδονή Plut. Non posse 16. – Adv. ἰδιοτρόπως, z. B. τὸν βίον ἔχειν D. Sic. 3, 18.

Russian (Dvoretsky)

ἰδιότροπος: (ῐδ) особенный, своеобразный (ἡδονή Plut.; φύσις, νόσος Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιότροπος: -ον, ἰδιαιτέρου τρόπου, οὐχὶ συνήθης, ἰδιότροπος, φύσις, νόσοι Διόδ. 3. 35., 5. 10· ἰδιαιτέρου εἴδους, ὁ νυκτικόραξ Στράβ. 823. - Ἐπίρρ. -πως, Διόδ. 3. 19.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰδιότροπος, -ον)
1. αυτός που ζει, σκέπτεται και ενεργεί διαφορετικά από τους άλλους, ο ιδιόρρυθμος (α. «ιδιότροπος άνθρωπος» β. «ἰδιότροπος φύσις», Διόδ.)
2. ο ασυνήθιστος («ιδιότροπο χτένισμα»)
νεοελλ.
δύστροπος, κακότροπος, στρυφνός.
επίρρ...
ιδιοτρόπως και ιδιότροπα
με ιδιόρρυθμο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -τροπος (< τρόπος), πρβλ. επί-τροπος, κακό-τροπος. Η λ. με σημ. «ιδιόρρυθμος, ασυνήθιστος» κατέληξε στη Νέα Ελληνική να χρησιμοποιείται και ως κακόσημη, προφανώς διότι αυτός που διαφέρει από τους άλλους παρουσιάζει στοιχεία αντικοινωνικότητας και επομένως αρνητικά].