ἴνδαλμα
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
-ατος, τό, form, appearance, LXX Wi.17.3, Ael.NA17.35; ἴ. ψυχῆς, = εἴδωλον, IG3.1403: pl., ἰ. ζωῆς Plot.1.4.3; κρυφίων ἰνδάλματα πυρσῶν AP5.250 (Iren.); mental image, ἰ. καὶ δόκησις ψυχῆς Them.Or.26.327d: in plural, hallucinations, Luc.Gall.5, Aret.SD1.6.
German (Pape)
[Seite 1254] τό, Abbild, Ael. H. A. 17, 35 u. a. Sp., Iren. 3 (V, 251).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
image, forme, apparence.
Étymologie: ἰνδάλλομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἴνδαλμα: ατος τό Luc., Anth. = ἰνδαλμός.
Greek (Liddell-Scott)
ἴνδαλμα: τό, μορφή, εἰκών, ὁμοίωμα, Λατ. species, Αἰλ. π. Ζ. 17. 35, Ἀνθ. Π. 5. 251, Λουκ., κλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰνδάλματα· φαντάσματα, ἀφομοιώματα, εἰκόνες».
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἴνδαλμα) ινδάλλομαι
1. ομοίωμα, μορφή, εικόνα
2. πλάσμα της φαντασίας, ιδεατή μορφή
νεοελλ.
1. ιδεώδες, ιδανικό
2. ιδεώδης ύπαρξη, αντικείμενο λατρείας
αρχ.
1. είδωλο
2. στον πληθ. τὰ ἰνδάλματα
οι ψευδαισθήσεις, οι παραισθήσεις.
Greek Monotonic
ἴνδαλμα: -ατος, τό, μορφή, εικόνα, ομοίωμα, Λατ. species, σε Ανθ., Λουκ.
Middle Liddell
ἴνδαλμα, ατος, τό, [from ἰνδάλλομαι
an appearance, Lat. species, Anth., Luc.