ὑπόβαθρον

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόβαθρον Medium diacritics: ὑπόβαθρον Low diacritics: υπόβαθρον Capitals: ΥΠΟΒΑΘΡΟΝ
Transliteration A: hypóbathron Transliteration B: hypobathron Transliteration C: ypovathron Beta Code: u(po/baqron

English (LSJ)

τό,
A anything put under, a base:
1 footstool, Thphr.HP5.7.6, App.Pun.111, D.L.1.94; ὑ. νυμφικά IG22.1485.54.
2 a wooden framework to support a couch, a kind of rocking apparatus, X.Mem.2.1.30, Antyll. ap. Orib.6.23.3, Anon. ap. Stob.4.31.84.
3 keel of a ship, prob. for ὑποβάραθρον in Gal.19.169.
4 step, δἰ ὑποβάθρων Lyd.Mag.2.11, 3.41.

German (Pape)

[Seite 1210] τό, Alles, was man unterstellt oder untersetzt, Grundlage, Fundament, Fußbank, Sp.; auch Fußteppich, wie man erkl. Xen. Mem. 2, 1, 30 οὐ μόνον τὰς στρωμνάς, ἀλλὰ καὶ τὰς κλίνας καὶ τὰ ὑπόβαθρα ταῖς κλίναις παρασκευάζεις.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
support ; au pl. τὰ ὑπόβαθρα traverses diagonales en bois pour servir de support à un lit.
Étymologie: ὑπό, βάθρον.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόβαθρον: τό подставка, подпора, основание Xen., Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόβαθρον: τό, πᾶν τό ὑποκάτω τιθέμενον ἢ κείμενον, βάσις· 1) ὑποπόδιον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 6, Ἀππ. Καρχηδ. 111, Διογ. Λ. 1. 194. 2) ὁ ὑπὸ τὸ ἀνάκλιντρον ξύλινος σκελετός, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 30, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. 114, Matth., πρβλ. αὐτόθι 170, 172. 3) ἐπὶ τῆς τρόπιδος πλοίου, Γαλην. τ. 5, σ. 338.

Greek Monotonic

ὑπόβαθρον: τό, οτιδήποτε βρίσκεται κάτω από βάση, σκελετός, υποδομή στήριξης ανάκλιντρου, καθίσματος, κλίνης, αιωρούμενη συσκευή, μηχάνημα ή αιώρημα, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὑπό-βαθρον, ου, τό,
anything put under: a framework to support a couch, a rocking apparatus, Xen.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ὑπό + βάθρον τοῦ βαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.