dadivoso
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Spanish > Greek
ἀβάναυσος, ἀγαθόδωρος, ἤσιχερ, ἀσίχηρ, ἀφειδής, ἀφθόνητος, ἄφθονος, γενέρωσος, γεννάδας, δαψιλής, δημοτικός, δοτικός, δυναμικός, δωρηματικός, δωρητικός, δωροδόκος, ἐλευθέριος, ἐλεύθερος, εὐγενής, εὔδωρος, εὐηγενής, εὔθυμος, εὐμετάδοτος, ἠϋγενής, κοινωνατικός, κοινωνικός, μεγαλόφρων, μεγαλόψυχος, νεανικός, πλουσιόχειρ, πλουσιόψυχος, πολύδωρος, φιλάνθρωπος, φιλόδωρος, φιλότιμος