samenkomen
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
Dutch > Greek
συγγίγνομαι, συγκλείω, συγχωρέω, συμβαίνω, συμβάλλω, συμπαραγίγνομαι, συμπίπτω, συμπίτνω, συμφέρω, συμφοιτάω, συνάγω, συναντάω, συνάντομαι, σύνειμι, συνέρχομαι, συντυγχάνω, συρρήγνυμι, συστρέφω